Τρίτη 18 Δεκεμβρίου 2007

Η αβεβαιότητα του έρωτα

Ανώφελο να γράφεις για έρωτες.

Ό,τι κι αν γράψει κανείς δεν μπορεί παρά να είναι λίγο. Αβέβαιο συναίσθημα ωθεί σε αβέβαια συμπεράσματα. Η συνέχεια της αβεβαιότητας. Το μοναδικό που δεν αντέχω στον έρωτα. Ο ορισμός της έννοιας αόριστος. Δεν αποτελείται από λέξεις, ούτε από εικόνες. Μια μεθυστική σύγχυση αισθήσεων χωρίς αρχή και σειρά. Αισθήσεις…

Το κρεβάτι που ξαπλώνω το σώμα μου κάθε βράδυ φορτωμένο με το βάρος άλλης μιας άδειας μέρας. Οι κουβέρτες, το σκληρό μαξιλάρι που πιέζει την τελευταία της ημέρας σκέψη. Η υφή του σεντονιού. Σε κάθε εκατοστό του βρίσκω το εφηβικό μου όνειρο: ότι θα έρθεις δηλαδή και θα μου πάρεις το σώμα και την ψυχή σ’ αυτό ακριβώς το στρώμα. Η αίσθηση του ανύπαρκτου. Ύστερα τόσα άλλα πράγματα…

Το μπρελόκ απ’ τα κλειδιά μου συνεχώς μου θυμίζει την απουσία του προηγούμενου, του χαμένου. Κατάλαβες γιατί μιλώ. Για κείνο το μπρελόκ σε σχήμα οικείο που τόσον καιρό κρατούσα και πήρε τη μορφή της παλάμης μου, της βαθιάς εσωτερικής μελαγχολίας μου. Για κείνο το μπρελόκ που πριν φύγεις σου ‘δωσα εγγύηση πως δε θα με ξεχάσεις ποτέ πια. Βλέπεις δε μου ‘φτασαν οι λέξεις, ούτε εκείνα τα φιλιά. Χρειάστηκε να επιστρατεύσω και τα αντικείμενα, να βάλω υποθήκη το μοναδικό αιώνιο του κόσμου, την ύλη, για να μπορώ τα βράδια να κοιμάμαι ήσυχη, πως έπραξα ό,τι μπορούσα. Δεν είναι μόνο αυτά. Είναι κι άλλα…

Αλίμονο! Η λίστα του έρωτα δεν αρκείται σε δυο αισθήσεις προσιτές. Υπάρχουν συναισθήματα απρόσιτα στο χώρο της αντίληψής μου. Νιώθω την παρουσία αλλά ανέφικτη πεθαίνει η προσέγγιση.

Ο έρωτας… Συγκέρασμα αβέβαιων αισθήσεων. Κι εσύ το μόνο ερωτεύσιμο είδος της δημιουργίας. Η αβεβαιότητα προσωποποιημένη!

Αδιάφορα...

Θα μου είναι πάλι όλα αδιάφορα.

Σκυλάδικα και έντεχνα. Κλαμπ και μπουζούκια. Βροχή ή ήλιος εγώ θα κρατάω ομπρέλα, να μη μ’ αγγίξει στάλα βροχής.

Θα περνάω από παντού, θα χαιρετάω όλον τον κόσμο, δε θα φωνάζω δυνατά το «γεια» για να μ’ ακούσεις. Θα κοιμάμαι ήσυχα, χωρίς να ξυπνάω κάθε ώρα περιμένοντας να ξημερώσει για να σε δω. Θα βρίζω τον διπλανό, που κάνει πάρτι με φωνές και κόσμο.

Θα φεύγω και θα δραπετεύω απ’ τις παρέες. Κανείς δε θα με ψάχνει. Τα βιβλία θα μιλάνε και τα σινεμά θα μένουνε άδεια. Στις ταινίες θα πηγαίνω μόνη μου. Θα αλλάξω φίλους για αλλαγή και θα μαγειρεύω στο σπίτι για να μη σε σκέφτομαι. Θα κάνω χαλάουα, πίλινγκ και δίαιτα για να μ’ αγαπήσω, αφού δεν μ’ αγαπάς. Θα κοιμάμαι αγκαλιά με τον έρωτα που μου δάνεισες.

Δε θα υπάρχει λυπημένο Σάββατο και χαρούμενη Δευτέρα…
Εξαφανίσου…
Θα κλείσω τα μάτια και θα μετρήσω ως το δέκα.

Δευτέρα 17 Δεκεμβρίου 2007

Να παίξουμε...

Κάποτε ερχόσουνα και μ’ έπαιρνες από συλλογισμούς αιώνων στο εύθραυστο μαζί.

Από βεράντες και ήλιους μιας καλοκαιρινής ψευτο-ευτυχίας.

Στα πρώτα μου τζην να με πάρεις να παίξουμε.

Να κάνουμε το τίποτα μια μπάλα, να με αφήσεις να πιστέψω λίγο, ίσα που μια πεταλούδα πιάστηκε στη ζάχαρη πίσω από τα οικεία τούλια, πώς να το πω, μεγάλη λέξη, θα θυμάμαι κι ας είναι ψέμα, δεν ξέρω, θα πιστεύω, Μ’ ΑΓΑΠΑΣ.

Έλα να με πάρεις να παίξουμε, όπως κάναμε παλιά…

Κυριακή 16 Δεκεμβρίου 2007

Η νύχτα, η ζήλεια και η τσιγγάνα

Αυτήν την ώρα κοιμάσαι. Είναι μια εικασία, αλλά όλη η απουσία σου στηρίζεται σε εικασίες. Το μεγάλο ρολόι, που βρίσκεται κρεμασμένο στο σαλόνι δείχνει τρεις. Είμαι ανεβασμένη στον πάγκο της κουζίνας και κοιτάζω έξω από το παράθυρο. Η νύχτα είναι ήρεμη και γλυκιά. Τη φοβάμαι. Μου λέει ένα τραγούδι που με μαγεύει κι έτσι την ακολουθώ.

Η νύχτα με παγίδεψε. Ακούω το τραγούδι της κι όλο και πιο πολύ χάνομαι μέσα στα μονοπάτια που με οδηγά. Μου μιλάει για σένα. Σε είδε λέει. Ήσουνα σε μια μεγάλη και άγνωστη πόλη και ξάπλωνες αγκαλιά με μια άλλη γυναίκα. Σε είδε που τη φίλαγες με χείλια διψασμένα, που την άγγιζες σαν να ήταν το σώμα της η κατοικία σου. Σε άκουσε να της μιλάς για τα όνειρα σου, για τους φόβους σου.

Ανοίγω το παράθυρο και διώχνω τη νύχτα. Δεν μπορώ άλλο να την ακούω. Στέκομαι καθισμένη μπρος στο ανοιχτό παράθυρο παρέα με τη νύχτα που δε φεύγει αλλά επιμένει να με πληγώνει. Κρατάω στα χέρια ένα κόκκινο ρόδι. Επικίνδυνη νύχτα. Το τηλέφωνο ακουμπισμένο δίπλα μου με καλεί να σε καλέσω. Ζητάει τον αριθμό της ζωής σου. Μου φωνάζει, με απειλεί να σου τηλεφωνήσω γιατί δεν μπορεί άλλο να στέκεται άπραγο. Δεν ξέρει πως δεν έχω τον αριθμό. Δεν ξέρει πως δεν μου τον έδωσες.

Κοίτα τι δύσκολα είναι όλα χωρίς εσένα! Πρέπει να αντιμετωπίσω τη νύχτα, το τηλέφωνο, το κενό κάτω από το παράθυρο, το ρόδι ανάμεσα στα χέρια μου. Το ανοίγω και το δαγκώνω. Ένα κόκκινο ζουμί στάζει πάνω στα χέρια και στα ρούχα μου. Λεκέδες πάνω στο άσπρο της αθωότητάς μου. Η επιθυμία να ‘ρθουμε πιο κοντά, να με πάρεις μαζί σου σε ταξίδια που δεν έχω πάει.

Κοιμάσαι αγκαλιά με μια άλλη γυναίκα. Χαμογελάτε και οι δυο με το χαμόγελο που σας άφησε φεύγοντας από το κρεβάτι σας ο έρωτας. Το ίδιο σεντόνι σας σκεπάζει. Αναπνέετε από τον ίδιο αέρα.

Η νύχτα γελάει δυνατά χορεύοντας έναν παράξενο χορό γύρω από τη φωτιά. Η νύχτα είναι τσιγγάνα με ένα ντέφι στα χέρια και μια μακριά φούστα. Παίζει το ντέφι της και μου ψιθυρίζει ρυθμικά μια λέξη: ζηλεύεις, ζηλεύεις, ζηλεύεις. Ήτανε μια φωνή, που έγινε δύο και στη συνέχεια τρεις και όλο πληθαίνουν οι φωνές που μου το λένε.

Ναι, ζηλεύω και αφήνω το παράθυρο, το ρολόι του τοίχου και τις απραγματοποίητες κλήσεις. Παίρνω τη νύχτα και χορεύω μαζί της γύρω από τη φωτιά. Και όλο την πλησιάζω και όλο καίγομαι. Βλέπω μέσα στις φλόγες τα μάτια σου. Εσύ με καις τελικά. Κάψε με. Σ’ αφήνω.

Έρχομαι κρυφά το βράδυ στο δωμάτιο που κοιμάσαι και κλέβω την ψυχή σου. Αν είναι να καώ θα καώ μαζί σου. Ύστερα επιστρέφω στη διάσταση της λογικής. Στο παράθυρο της κουζίνας, στον ήχο του ρολογιού. Ξαπλώνω και κοιμάμαι. Άφησα πάνω σου όλο το κόκκινο της επιθυμίας μου. Να το θυμάσαι και να το αναζητάς.

Καληνύχτα.

Ο χοντρός κι η τοσοδούλα

Αυτό δεν είναι παραμύθι....

Τη μέρα που το μετεωρολογικό δελτίο προειδοποιούσε για τα πρώτα χιόνια εκείνου του χειμώνα, ο χοντρός εμφανίστηκε στη λέσχη για να φάει ό,τι μπορούσε να χωρέσει η τεράστια κοιλιά του. Τα βήματα του αντηχούσαν βαριά μπαφ μπουφ πάνω στο πάτωμα.

Όμως η Τοσοδούλα δεν μπορούσε να ακούσει τίποτε άλλο εκτός από την καρδιά της που χτυπούσε το ίδιο δυνατά. Οι μεταλλικές καρέκλες, τα ξύλινα χιλιοχτυπημένα τραπέζια, η ψιλή βροχή έξω από το τζάμι, οι θλιμμένοι φοιτητές... Όλα έμοιαζαν ξαφνικά αθόρυβα να πάλλονται μαζί με την καρδιά της και τα βήματα του, μέχρι που ο χοντρός πέταξε με βία το δίσκο πάνω στο τραπέζι και κάθισε να φάει. Τα φασόλια κυλούσαν μέσα στον οισοφάγο του σα να έκαναν τσουλήθρα και έφταναν στην ευρύχωρη παιδική χαρά της κοιλιάς του. Σλαρτς σλαρτς καταβρόχθιζε το πιάτο του και μόνο μια στιγμή σταμάτησε, σαν ένιωσε μια λεπτή ιδέα από τη μυρωδιά της ευτυχίας που ένιωσε κάποτε. Η Τοσοδούλα είχε περάσει από δίπλα του κι έφυγε. Μια μύγα μέσα από την εναπομένουσα φασολάδα του ψιθύριζε: "Βλάκα, που πλήγωσες την Τοσοδούλα, με το ψεύτικο, κουτσό πόδι. Κι αυτή τόσο σ' αγαπούσε. Σ' αγαπούσε βλάκα, βλάκα, βλάκα!".

Αν ήταν παραμύθι ο χοντρός θα δάκρυζε μέσα στο πιάτο, χιόνι θα άρχιζε να πέφτει από τον ουρανό, μια χριστουγεννιάτικη μουσική θα πλημμύριζε την ατμόσφαιρα.

Αλλά δεν είναι παραμύθι. Ο χοντρός ρεύτηκε δυνατά και πήρε να διαβάσει ένα φυλλάδιο για την αναθεώρηση του άρθρου 16.

Παραλογισμός

Τρέλα, παράνοια, παραλογισμός.

Να τι έχω να πω για τη ζωή μου. Όλα μισά. Μόνο ο θάνατος ήρθε ολόκληρος και νωρίς. Όλα τα άλλα καθυστερημένα και μισά.

Άνθρωποι με μισό πρόσωπο να φαίνεται και όλα τα όμορφα της ψυχής τους κρυμμένα, μην τα δω και τα ρουφήξω. Τι να ερωτευτείς; Τα μισά που φαντάζεσαι; Τι να αγαπήσεις; Τα ψέματα που φτιάχνεις για να αντέχεις;

Να κηνυγάω πάντα τις στιγμές, σαν διαφήμιση της Vodafone! Ζήσε τη στιγμή! Άσε ρε φίλε! Τα εφήμερα της εποχής που ζούμε. Όλα τμηματικά. Πάρε ένα πακέτο ευτυχίας και οι άλλες δόσεις στο μέλλον, όταν έχεις, αν έχεις να δώσεις, να πάρεις. Συναλλαγές. Το μόνο ακίνδυνο είναι η στιγμή. Τα άλλα δεν στα δίνω. Ζήσε τη στιγμή! Μεγαλύτερη μαλακία δεν έχω ακούσει!

Το μόνο φτηνό που σε γεμίζει και σε ζεσταίνει το φαγητό. Τοφάλα έχω γίνει. Όχι μόνο εγώ. Όλοι μας. Fast food. Κάνε σεξ! Δεν έκανες; Να κάνεις! Κάνει καλό στην υγεία, ενισχύει το ανοσοποιητικό, καις θερμίδες, βέβαια! Φεύγουν τα καυλόσπυρα, λάμπει το πρόσωπο! Σεξ! Όλοι, γρήγορα! Τι θα πει με ποιον! Με όποιον να ‘ναι!

Τα όνειρα που σε μεγάλωσαν ήταν όλα ψέματα. Υποσχέσεις για να περάσει η εφηβεία σου, να τελειώσεις το σχολείο και να γίνεις κι εσύ πεζός και τεχνοκράτης. Τι θα πει δε θες! Επιτυχία φιλαράκι! Ωραία λέξη, μεθυστική. Να γίνεις κάτι που όλοι θα ζηλεύουν. Αυτό πρέπει να κάνεις στη ζωή σου! Δίαιτα, πτυχίο, δουλειά, αμάξι, άντρας το ίδιο πετυχημένος με σένα. Αυτά!

Δε θέλω να είμαι πετυχημένη ρε πούστη μου! Ευτυχισμένη θέλω να είμαι! Αλλά δεν μπορώ! Δεν υπάρχει συνταγή γι’ αυτό, ούτε δρόμος, ούτε συμβουλές!

Yoga, pilates, ψυχανάλυση. Νιώθω πνίξιμο, πνίξιμο, πνίξιμο και αηδία! Κάποτε ήθελα να πετάξω. Τώρα ξέρω πως δεν υπάρχει τόπος που να θέλω να ζω. Έβρισκα γιατρειά σε τραγούδια και βιβλία. Τώρα καταναλώνω τέχνη «της μόδας». Προτάσεις των κριτικών και του κάθε μαλάκα.

Κρίση των είκοσι λέγεται αυτό που περνάω. Μπορώ να κάνω τα πάντα και δεν κάνω τίποτα. Παίρνω συμβουλές από θλιβερούς σαραντάρηδες. Πακέτα τσιγάρα και τόνοι φαγητό. Έτσι κατάντησε η ζωή μου. Έτσι είναι αγάπη μου, αν έχεις συνηθίσει στην ανώμαλη πλευρά της ζωής πώς να χαρείς αυτά που χαίρεται ένας φυσιολογικός άνθρωπος;

Παλιά, παλιά λέμε, όταν ονειρευόμουνα, είχα μια λύτρωση: το γράψιμο. Θα γινόμουνα συγγραφέας. Τώρα μαλακία το θεωρώ κι αυτό. Τι να γράψω; Για έρωτες, ελπίδες, συναισθήματα; Αφού σε τίποτα δεν πιστεύω!

Δε θέλω γνωριμίες, συμβουλές και καφέδες. Θέλω κάτι αληθινό, δικό μου. Κάτι που ν’ αγαπάω και να με κάνει να αντέχω. Κάτι μικρό, χαζό και ασήμαντο. Τόσο δα κομματάκι, που όμως μέσα του θα είμαι ζωντανή. Θα έχει αέρα και φως και χρώμα. Αυτό θέλω… Μόνο…