Παρασκευή 2 Μαΐου 2008

Μεγάλη Πέμπτη

Για σένα, που δεν ζείς πουθενά...

Δεν θα μιλήσω, δεν θα πω πολλά. Η αβεβαιότητα δεν περιγράφεται με λέξεις. Σίγουρα η ζωή είναι περίεργη και τα φέρνει πολλές φορές έτσι που δεν τα περιμένεις, και ίσως κάποτε βρεθούμε ξανά, έτσι όπως βρεθήκαμε εκείνη τη Μεγάλη Πέμπτη, τυχαία, χωρίς να το έχω καν ζητήσει. Θα σε βρω, λοιπόν, ξανά ένα βράδυ, αν το φέρει έτσι η τύχη, γιατί σε μας τίποτε άλλο δεν λειτουργεί. Η απόσταση μεταξύ μας είναι κινητή και η κλήση μου προωθείται συχνά πυκνά όταν χάνεσαι μέσα στους δρόμους του μυαλού σου, κάτι νύχτες που γυρίζω νωρίς στο σπίτι. Σ’ αφήνω έτσι και πάλι με τον ίδιο τρόπο, στο ίδιο σημείο θα σε βρω, γιατί σταματημένος στο τίποτα ζεις χρόνια τώρα. Το ήξερα από την αρχή και δεν παραπονιέμαι, δεν λυπάμαι, δεν φωνάζω πως σ’ αγαπώ να με ακούσεις. Μπορεί να σ’ αγαπώ, μπορεί και όχι. Μπορεί να είπαμε κάτι, μπορεί και τίποτα. Θα είσαι πάντα, στη ζωή μου, μια Μεγάλη Πέμπτη, όλη τη νύχτα, να θρηνώ, που σε βρίσκω και που σε χάνω, τόσο γρήγορα, που δεν ζήτησα Ανάσταση, αλλά έμεινα εκεί στη σταύρωση αγκυλωμένη.