Πέμπτη 2 Δεκεμβρίου 2010

Που είμαι αλήθεια ...

Φιλοξενώ εδώ το κείμενο μιας αγαπημένης και ανήσυχης φίλης ...

"Πού είμαι αλήθεια; Νομίζω έχω χαθεί στα ακριβά ρούχα και αρώματα, στον κόσμο που τρέχει να
προλάβει - δεν ξέρω τι και ούτε κατάλαβα πότε-, στους καινούργιους μου φίλους. Νομίζω έχω χαθεί μέσα στην υποκρισία και το φαίνεσθαι...

Nα σας πω μια αλήθεια;
Χαίρομαι για την κρίση... Kάπου εκεί θα με βρω και θα βρω και άλλους σαν και μένα γιατί τώρα όλοι εμείς κρυβόμαστε, κλεινόμαστε στο καβούκι μας γιατί μας τρομάζει το πολύ! Η πολυκοσμία, η υπερκατανάλωση, η φλυαρία, οι ειδικοί που έχουν άποψη για όλα...

Τελικά θέλουμε απλά
πράγματα. Υγεία σωματική και ψυχική και μια αγκαλιά όχι, πολλές. Μια αγκαλιά γιατί αυτοί που αγαπώ είναι απασχολημένοι με δουλειές και με έχουν ξεχάσει ... Ίσως για αυτό να χάθηκα: δεν υπήρχε ένα χέρι να μου πει που να πάω. Όλοι με έβλεπαν ότι ψαχνόμουν, αλλά ήταν απασχολημένοι για να μουν πουν την έξοδο.

Δεν
πειράζει, θα την βρω την άκρη μόνη μου. Το ταξίδι είναι ωραίο λένε οι περιπετειώδεις. Συγνώμη, αλλά για μένα κανένα ταξίδι δεν έχει νόημα αν δεν έχω δίπλα μου έναν φίλο. Ωραία και η ανεξαρτησία αλλά, είναι παρηγοριά για τη μοναξιά μας.

Όχι δεν είμαι τελείως μόνη.. Περιτριγυρίζομαι από ανθρώπους,είμαι συνεχώς έξω και μιλάω... Όχι για αυτά που θέλω, όχι σε αυτούς που θέλω... Τους ευχαριστώ που υπάρχουν αλλά πως να το πω...είμαι μόνη μου...!Είμαι μόνη μου σε ένα κόσμο σκληρό που για να επιβιώσεις πρέπει να μάθεις
να' σαι ψεύτης, συμφεροντολόγος και υποκριτής. Αυτή είναι η αλήθεια.

Τώρα
που πιάσαμε πάτο οικονομικά, πολιτικά, κοινωνικά, ηθικά θα ανταμώσουμε πάλι! Πάλι θα βρούμε την ανθρωπιά μας, που είχε χαθεί και αυτή, θα κοιτάξουμε τον διπλανό μας και ίσως βρεθώ και εγώ. Θα το καταλάβω όταν γυρίσω και δω δίπλα μου πρόσωπα οικεία και αθώα, χαμογελαστά! Για να επιβιώσουμε θα έχουμε ανάγκη ο ένας τον άλλον. Θα έχουμε τη φαντασία μας για τα μεγαλύτερα και καλύτερα ταξίδια και όχι, το ακριβό αυτοκίνητο - ξεχνούσες όμως να έρθεις να με πάρεις πάνω στο άγχος σου να το ξεχρεώσεις... Δεν ονειρεύτηκα ποτέ μου μεγάλα ταξίδια - άλλωστε όπως προείπα δεν μου αρέσουν τα πολλά - πολλά.Μόνο εσένα ονειρεύτηκα και λιγάκι από το χρόνο σου...εσένα φίλε μου! Είμαι εδώ και ψάχνω εμένα...;εσένα...;...την αλήθεια... ;"

Τετάρτη 1 Δεκεμβρίου 2010

Χωρίς χαρτιά

Είδα στον ύπνο μου πως πήγα στο σπίτι σου να σε ψάξω. Δεν ήσουν. Ούτε στ' όνειρο, ούτε στ' αλήθεια. Αυτό είναι το θέμα. Απ' τη ζωή σου λείπει η διεύθυνση και ο αριθμός τηλεφώνου. Άδικα ψάχνω στον κατάλογο. Δεν είσαι δηλωμένος. Δεν έχεις διεύθυνση λοιπόν, ούτε ταυτότητα. Για φορολογική δήλωση πολύ αμφιβάλλω, απολυτήριο μπορεί, δίπλωμα σίγουρα όχι. Κι έτσι όμως σ' αγάπησα. Χωρίς χαρτιά, σε πήρα όπως ήσουν.

Κάτι μου έμαθες: Η ευτυχία
ανακυκλώνεται. Σε πήρα χωρίς χαρτιά κι έγραψα πάνω σου ολόκληρη ιστορία. Και φόβους κι ελπίδες και όνειρα και άλλα τέτοια πολυσήμαντα. Όταν πια δε χωρούσες άλλα σε έβαλα στο κουτί του χρόνου για ανακύκλωση. Πάει αυτός, είπα. Δεν έχει πια να μου δώσει.

Ξαφνιάστηκα που γύρισες πίσω ! Ολοκαίνουριος, με λευκές σελίδες, να ζωγραφίσω πάνω τους ξανά ! Σίγουρα ούτε εσύ το περίμενες. Εσύ που πας όπου σε πάνε και χωράς όπου σε βάζουν, να αλλάξεις τη ροή του κόσμου !

Παρά τη χαρά μου, η δεύτερη φορά κράτησε λιγότερο. Ενθουσιασμένη από την επιστροφή σου ξόδεψα όλες σου τις σελίδες. Ζωγράφιζα με τρόπο υπερβολικό κάθε μικρό σου περιθώριο. Είπαμε, δεν μπορείς εσύ την πίεση. Αλλά όχι, και να πληγώνεις τις ζωγραφιές μου !

Κι όμως δε φταις εσύ. Τα σώματα φταίνε, που μίλησαν χωρίς εμείς να πούμε λέξη. Που μ'
έσφιγγες φταίει. Ηλεκτροσόκ σε κάθε τίναγμα. Νεκρό σώμα εγώ είχα αφεθεί, κι εσύ απινιδωτής με επανέφερες.

Παρεξήγηση. Εγώ μιλούσα τη γλώσσα της ένωσης. Εσύ της φυγής. Και παρόλο που πια δεν είσαι εδώ, απέκτησες την πρώτη σου διεύθυνση. Έστω στοιχειωμένη, αφού κι εσύ σαν φάντασμα ζεις.

Σάββατο 11 Σεπτεμβρίου 2010

Αλλαγή φύλου

Η εγχείριση «αλλαγής φύλου» έγινε στη Χαιδελβέργη.

Με άρπαξαν βίαια. Από μια ζωή, ζεστή μάνα, που με κρατούσε στην αγκαλιά της και με νανούριζε με όνειρα. Ήμουνα δεκαέξι χρονών, είχα δυο φυσιολογικά πόδια και μ’ αυτά έτρεχα προς το μοναδικό στόχο μου: να γίνω κάτι διαφορετικό.

Αρχικά με εκτόξευσαν στον ουρανό, με ένα σιδερένιο κλουβί που το λένε αεροπλάνο και βρέθηκα πάνω από τα σύννεφα, κοντά στο Θεό. Εκεί προσευχήθηκα να γυρίσω γρήγορα στο σπίτι μου, γιατί είχα χίλια δυο πράγματα να κάνω και βιαζόμουν. Προσγειώθηκα με σιγουριά, αλλά το λαιμό μου τον τρυπούσαν σκληρά δάκρυα ενώ δε θυμάμαι ούτε στιγμή να πάτησα με τα πόδια μου το έδαφος.

Το πρώτο που μου έκαναν εκεί ήταν να με αγγίζουν. Δεκάδες άγνωστα χέρια κάθε μέρα με έγδυναν και μ’ έντυναν, έπιαναν τα μπούτια μου, με πίεζαν, άκουγαν την καρδιά μου, με ρωτούσαν αν πονάω, τράβαγαν έξω το αίμα μου και το τοποθετούσαν σε ένα σωρό μπουκαλάκια με πολύχρωμες ετικέτες. Χέρια στο λαιμό μου, στην πλάτη, στο στήθος, ακόμα και στις πατούσες μου. Και μετά άπειρα ζευγάρια μάτια. Μάτια τόσο αδιάκριτα που δεν περιορίζονταν στο γυμνό μου, από ρούχα και αλυσίδες, στήθος, αλλά κοίταζαν και μέσα από αυτό, τα κόκαλα, το κρέας, τα όργανα.

Πέρασα με επιτυχία το πρώτο μέρος της μεταλλαγής μου. Απέκτησα ανοσία σ’ ότι ιδιαίτερο μπορούσε να μου προκαλέσει ένα άγγιγμα. Ήμουνα γενναία. Δεν γκρίνιαξα πάρα πολύ, σχεδόν ούτε καν έκλαψα. Έτσι, προχωρήσαμε στην επόμενη φάση.

Ήρθα αντιμέτωπη με τη γυναικεία μου εικόνα. Μπροστά στον καθρέφτη, που κάθεται αιώνια εκείνη, η εύθραυστη, η ανέγγιχτη, που σπάει μόλις την αγγίξει κανείς, γυναίκα. Είδα να πέφτουν μέσα σε μερικά λεπτά όλα τα χάδια των μαλλιών μου, όλα τα δάχτυλα που πέρασαν ανάμεσα τους δήθεν τυχαία, τα ερωτικά βράδια της τόσο σύντομης ζωής μου. Σε κάτι χυδαία πλακάκια, πρόστυχο να τα βλέπει κανείς εκεί, πεσμένα τα μαλλιά μου. Σκυμμένη εγώ, σωριασμένη σε μια καρέκλα, το ‘ξερα πως έτσι θα γινότανε, αλλά η γυναίκα μέσα μου δεν ήξερε τίποτα. Ξεχύθηκε εκείνη τη στιγμή φρενιασμένη, να με ματώσει με τα νύχια, να με ξεσκίσει, που το άφησα να συμβεί. Και μπροστά στον πόνο της έκλαψα. Τα πήρε όλα η αποχέτευση: τρίχες, πλακάκια, χάδια, δάκρυα.

Δεν είχα μείνει τίποτα πια. Ήμουνα σχεδόν έτοιμη. Μου κρέμασαν κι ένα πλαστικό σωληνάκι στο στήθος, για τη θεραπεία είπαν. Επικοινωνούσε με το αίμα μου. Ένιωθα ερμαφρόδιτο με «πέος».

Ύστερα ήρθαν τα φάρμακα. Σακούλες ολόκληρες με χρωματιστά υγρά. Έβαζαν τον ορό να ρέει μέσω του ιδιότυπου «πέους» μου στο αίμα και μια συσκευή μάνιαζε και χτυπούσε κάθε φορά που η σακούλα άδειαζε. Τότε ερχότανε μια νοσοκόμα κι έφερνε άλλη. Μετά από μερικές ώρες ένα τεράστιο δηλητηριώδες μανιτάρι φύτρωνε μέσα στην κοιλιά μου και ξερνούσα σε πλαστικές λεκάνες. Χέρια, πάλι. Στην πλάτη και στο μέτωπο. Κι εγώ ίδρωνα, φώναζα κι έκλαιγα, πως δεν άντεχα. Αλλά άντεχα κάθε φορά. Στο τέλος με ξάπλωναν και στο άδειο μου στομάχι φύτρωνε ένα καινούριο μανιτάρι.

Ένα βράδυ ήρθε και με βρήκε στον ύπνο μου ο θάνατος και ξύπνησα με έναν πόνο στο πόδι. Από τότε οι εφιάλτες έγιναν αλήθεια και συναντάω την αληθινή ζωή μόνο στα όνειρα. Μέσα από το όνειρο σας γράφω τώρα τι συμβαίνει στη ζωή μου.

Όλοι οι φίλοι έκλαιγαν αλλά εγώ μέσα μου γελούσα, γιατί είχα παρακαλέσει άπειρες φορές να έρθει. Η αδρεναλίνη μου είχε ανέβει στα ύψη. Ήταν ό,τι πιο τρομαχτικό είχε συμβεί στη ζωή μου. Όταν θρηνούσα κι έλεγα «Γιατί σε μένα» ήταν όλα ψέματα. Έναν ρόλο έπαιζα, λίγο πιο δραματικό από τους άλλους, γιατί μέσα μου, το ήξερα ότι θα ερχόταν το περίμενα, το ήθελα. Μοίρασα σε όλους μάσκες και η παράσταση άρχισε. Μόνο η αγάπη ήταν αληθινή.

Δε θα σας βοηθήσω καθόλου να καταλάβετε την ιστορία μου. Καμιά εξήγηση, ούτε μια κυριολεξία. Τίποτα δεν είναι προσωπικό. Όλοι κρύβετε μια τέτοια ιστορία μέσα σας, αλλά δεν φανερώνεται σε όλους. Είναι όπως ο καρκίνος, που όλοι έχουμε μέσα μας, αλλά μόνο κάποιοι αρρωσταίνουν.

Τα πόδια μας ορίζουν τα βήματα μας. Μας δίνουν ελευθερία και χαρά. Είναι κάποιες φορές τόσο εκφραστικά που μιλάνε και λένε «Σ’ αγαπώ», «Αντίο», «Σε μισώ», «Άντε γαμήσου», «Πετάω». Τα βήματα τα ακούς, τα βλέπεις. Νιώθεις τη διάθεση αυτού που περπατάει, το χρόνο που διαθέτει, πού θέλει να πάει και πού τελικά θα φτάσει.

Εγώ έκοψα τα πόδια μου κι έφτιαξα φτερά. Από τότε όλοι παρακολουθούν τη ζωή μου με περιέργεια και αγωνία, γιατί κανείς δεν μπορεί να προβλέψει πια πόσος και ποιος είναι ο δρόμος μου. Δεν είμαι περήφανη γι’ αυτό. Ξέρω, πως αν είχα την επιλογή, θα κράταγα τα πόδια μου. Αλλά γεννήθηκα και μου ‘τυχε αυτή η μοίρα κι εγώ τη δέχτηκα γιατί ήταν δικιά μου.

Τα μονοπάτια που περπατάω είναι μαγεμένα κι επικίνδυνα. Στις άκρες τους φυτρώνουν δηλητηριώδη άνθη και σοκολατένια σπίτια. Με συντροφεύουν μάγισσες και ιστορίες αλλόκοτων ανθρώπων. Έχει σκοτάδια, αγκάθια, δράκους και παράξενα ουρλιαχτά.

Αλλά τον κακό τον Φόβο τον έφαγε η Κοκκινοσκουφίτσα.


Δευτέρα 24 Μαΐου 2010

Το Τηλεφώνημα Της Ντροπής


Πόσο μισώ τη φωτογραφία σου ...
Πιστός παραστάτης στην απουσία σου ...
Να μου θυμίζει πάντα την προδοσία σου ...
Κι εκείνη τη θλιβερή, απαίσια ματαιοδοξία σου ...

Ούτε αυτά που γράφω δεν αξίζεις ...
Σου λέω "Σ' αγαπώ" κι εσύ συνεχίζεις ...
Να μη με θέλεις, να μ' απορρίπτεις ,
να με φοβάσαι και να με κρίνεις ...

Γιατί δε φεύγω, γιατί επιμένω
γιατί σε παίρνω και περιμένω
κάτι να ακούσω, κάτι από σένα
κάτι για μένα κι απελπισμένα
να σου ζητάω να μ' αγαπήσεις ...

"Σκάσε, βαρέθηκα ..." σου λέω πριν κλείσεις ...

Heidelberg, 23.5.2010

Πέμπτη 20 Μαΐου 2010

Είναι μόνο κορίτσι ...


Το σκληρό κορίτσι, με το μισό κεφάλι ξυρισμένο, το άλλο μισό βαμμένο στο χρώμα του αίματος. Με τα μαύρα ρούχα, το ξένο δέρμα πάνω στο δέρμα της και τα παπούτσια ψηλά σαν σκάλες που σ' ανεβάζουν στον ουρανό. Το σκληρό κορίτσι ... Που μέσα της κρύβει ένα τριαντάφυλλο. Που το ξεχνάς όταν βλέπεις πως τρύπησε τα όμορφα σημεία. Ασημένια αγκάθια σ' όλο το σώμα της. Στους άγριους καιρούς, δύσκολο να είσαι λουλούδι.

Αγαπήθηκε, άραγε ποτέ; Θα γίνει κάποτε μητέρα, μετά γιαγιά, μετά σκελετός που θα κρατάει κάποιος φοιτητής ιατρικής στο σπίτι του; Αγαπήθηκε ποτέ;


Κι εσύ που είσαι δίπλα της. Εσύ με τα ρούχα που μοιάζουν στα δικά της. Κομμάτι της, ταίρι της. Να θυμάσαι: είναι σκληρό κορίτσι, αλλά μην πλανηθείς. Να την προσέχεις. Είναι μόνο κορίτσι ...

Τετάρτη 19 Μαΐου 2010

Scripta manent , verba volant ...


Λένε πως τα λόγια πετάνε , ενώ τα γραπτά μένουν. Έτσι είναι στ' αλήθεια; Λόγια δεν είναι αυτά που χαράζουν σαν λίμες τα σίδερα του μέσα σου κόσμου; Από λόγια δεν είναι φτιαγμένες οι πληγές σου; Λόγια είναι αυτά που βγαίνουν κατευθείαν απ΄την πιο απαίσια αλήθεια σου χωρίς κατεργασία, ωμή κακία ... Κι είναι και τα βλέμματα μαζί με τα λόγια ... Τι είναι τα γραπτά, λοιπόν; Ορθή σύνταξη και γραμματική ... Χωρίς φωνή και χωρίς μάτια... Πόσο να σε πονέσουν;

Δευτέρα 17 Μαΐου 2010

Γράμμα σε έναν οπορτουνιστή

Στο πρώτο αμφιθέατρο που έμοιαζαν όλα ξένα
ήσουν ο μόνος άνθρωπος που ήταν εκεί για μένα.
Αμέσως σ' ακολούθησα σα να 'μουνα σκιά σου
μέχρι που τα κατάφερα και έγινα δικιά σου.

Μόνο εσύ ερχόσουνα να ακούσεις το Σταμάτη
και μπαίναμε στα σινεμά μεσάνυχτα και κάτι.
Με μάλωνες που έλεγα τον ΣΥΡΙΖΑ βλακεία,
σε φίλαγα και ο καυγάς γινόταν κωμωδία.

Έλεγες θα ανέβουμε μαζί σ' ένα σμαρτάκι
και όλα τα προβλήματα θα 'μοιάζαν παιχνιδάκι.
Έλεγες θα γεμίζαμε την κάμερα με εικόνες
για να γερνάμε βλέποντας στιγμές ονειροπόλες.

Γελούσα και σου έλεγα ποτέ να μη μ' αφήσεις
γιατί δε θα μου έφτανε να ζω με αναμνήσεις.
Ήσουνα αδερφάκι μου και όνειρο τρελό μου,
ο φίλος μου που έδινα το καθετί δικό μου.

Κι ύστερα ερωτεύτηκες μία μικρή κυρία
σε ζόριζε, σε παίδευε, τη λέγανε Λυδία
Μηνύματα στο κινητό και οι πικροί καφέδες
στο Μπιτ Παζάρ τα πίναμε και τρώγαμε κεφτέδες.

Και τώρα που θυμήθηκα τότε στο Θεοδωράκη
της δεσποινίδος έγινες μικρέ το κοροιδάκι.
Τα νεύρα μου τεντώθηκαν και έγινα κατίνα,
μπορεί να με ακούσανε και μέχρι την Αθήνα.

Εγώ ερωτευόμουνα πέντε φορές το μήνα
τον κάθε κνίτη, αναρχικό με τα μαλλιά κοτσίδα.
Με φτύνανε και έλεγες στο "19" ανέβα
κι εκεί πάντα περίμενες μ' ένα πακέτο Zewa.

Δεν ξέρω αν σε γούσταρα ποτέ για γκόμενό μου,
σίγουρα θα σε φίλαγα χωρίς να το σκεφτόμουν.
Παρακαλάω το Θεό να σ' έκανε γυναίκα,
έτσι δε θα μας δούλευαν οι έντεκα στους δέκα.

Ποτέ μου δεν κατάλαβα γιατί να μη μιλάμε
και πάντα να πληγώνουμε αυτό που αγαπάμε.
Ίσως και η φιλία μας να ήταν ένα ψέμα
και χάθηκε ο άνθρωπος που ήταν εκεί για μένα.

Και μη μου λες πως τάχα μου είσαι απ' την Ποντοκώμη
εκεί μαύρο καπνίζουμε μα λέμε και συγγνώμη.
Κι αν κάτι που ίσως έκανα σε πείραξε λιγάκι
σκέψου πως είμαι ανόητο μ' αθώο κοριτσάκι...

Αν ήμουνα εγωίστρια δε θα ΄φτιαχνα στιχάκια
σαν τσούλα θα ντυνόμουνα και θα ΄βρισκα αγοράκια.
Μα έρχονται Χριστούγεννα και ζήτησα ένα δώρο,
"στο Μήτσο δως το γράμμα μου" είπα στον ταχυδρόμο.

Μπορεί το ποιηματάκι μου να φαίνεται γελοίο
μπορεί να σοκαρίστηκες ή να 'γινες θηρίο,
μα τίποτα χειρότερο πια δεν μπορεί να γίνει
κι αν πάθεις εγκεφαλικό δε θα 'χω την ευθύνη.

Και τώρα που δε γίνεται να είμαστε δυο φίλοι
και μες το σάκο ξέχασες να μπεις του Αη Βασίλη
θα μεγαλώσω κι εύχομαι ποτέ να μην ξεχάσεις
πως θα μου λείψεις κι όμορφα ελπίζω να γεράσεις.

Υ.Γ. : Κι αν πάλι για ειδικότητα φύγεις στη Γερμανία
και σε πετύχω κάποτε σε μία μπυραρία
θα σε ποτίσω Kaiser μήπως και σε μεθύσω
και τη μικρή ιστορία μας ίσως να ξαναρχίσω !


Στις πληγές μας !

ΘΕΛΩ ΝΑ ΄ΡΘΩ ...Να κάνω κάτι απρόσμενο,
να σε χαιδέψω στα μαλλιά κι ένα φιλί στο πρόσωπο
Και όχι πάλι να σου πω
να ΄σαι καλά ευχαριστώ, τόσο απρόσωπο !

ΘΕΛΩ ΝΑ 'ΡΘΩ ...Και να σε βρίσω δυνατά,
να μας ακούσει η γειτονιά, στο διάολο να πάω
και να στα πω ελεύθερα
όλα αυτά που υπέφερα, για να σε αγαπάω !

ΘΕΛΩ ΝΑ 'ΡΘΩ ...Να σου μιλήσω όπως παλιά,
και να θυμώσω που με άφησες απ' έξω
Να σου χαλάσω τη ζωή
κι ό,τι νομίζεις για πολύ, να σου το καταστρέψω !

ΘΕΛΩ ΝΑ 'ΡΘΩ ... Είμαι παιδί και σ'αγαπώ πάρα πολύ
για να τ' αντέξω ...
Να κρύβομαι στα σχήματα και πίσω απ' τα προσχήματα
και το παιχνίδι της σιωπής να παίξω ...