Γυάλινος Κόσμος

Παρασκευή 30 Σεπτεμβρίου 2016

Τα σύριζα να κολυμπήσουν

Πόσα νερά ταρακούνησες από τον καναπέ σου; Δεν το κατάλαβες - πού να το καταλάβεις;-
για πόσο όμορφο ταξίδι η αφορμή υπήρξες.
Ξέρεις, όταν είσαι νέος και θέλεις να ζήσεις και σου αρέσει η ζωή πολύ
κι έχεις μέσα σου μια φουρτούνα, έναν ωκεανό, που θέλει να φωνάξει,
να παίξει, να ξεχειλίσει τι πιθανότητες έχει η πραγματικότητα; 

Δεν ξέρεις τι κακό έκανες ξυπνώντας το πρωί,
πλένοντας τα δόντια σου, πηγαίνοντας στη δουλειά σου,
σκοτώνοντας τις ώρες σου για να γυρίσεις σπίτι, φλερτάροντας ανούσια,
χαμογελώντας. Δεν είναι που με τρέλανες εσύ, είναι που εγώ τρελαινόμουν.

Να ζήσω, να πέσω στη θάλασσα μαζί σου, να τα βάλω με τα κύματα, να τους φωνάξω, πως είμαι αθάνατη, πως δε θα με φάνε οι καρχαρίες
και αφού κολυμπάμε μαζί το αδύνατο συμβαίνει.
Κι όταν συμβαίνει το α΄δυνατο πάει να πει πως είμαι ερωτευμένη.


Δευτέρα 10 Μαρτίου 2014

Το παλτό, το στεγνωτήριο και τα τριάκοντα αργύρια

ΤΟ ΠΑΛΤΟ

Φοράει το γκρι παλτό, το ίδιο που φορούσε ένα μήνα πριν, όταν τον πέτυχα στο σούπερ μάρκετ να περπατάει ανέμελος. Στο μπράτσο του να στηρίζεται μια κοπέλα. Το γκρι παλτό του δίπλα στα ξανθά μαλλιά της. Περίεργα του στέκονται αυτά τα ρούχα που δεν ξέρω. Το καλοκαίρι χωρίς παλτό, γυμνοί σ' αυτό το σπίτι, φτιάχναμε καφέ, τρώγαμε παγωτό στον καναπέ, με το ίδιο κουτάλι. 

"Ντύσου να φύγουμε" μου λέει. Δε γνώρισα άλλον άντρα με περισσότερες προστακτικές. Γι αυτό τον ερωτεύτηκα και υπάκουγα πιστά σε όλες. Αλλά τώρα έχω κάτι πατάτες να βράσω. Για την πατατοσαλάτα. Για την πατατοσαλάτα του πάρτι. Του πάρτι που κάνω ανήμερα των γενεθλίων του, παραμονή Χριστουγέννων. Στο πάρτι που κάλεσα όλους του τους φίλους κι ετοίμασα όλα τα φαγητά που ξέρω πως του αρέσουν. Την πατατοσαλάτα. Τις πατάτες. 

Πιάνομαι από τη χύτρα και δεν υπακούω στην προστακτική του. Περήφανη χύτρα, κρατάει αντίσταση. Θέλω να τον δέσω στον καναπέ να μη φύγει, να βάλω κάγκελα στα παράθυρα να μη δραπετεύσει κι αντί γι αυτό λέω: "Οι πατάτες θα αργήσουν. Θα τα πούμε αύριο. Και άσε κάτω τα σοκολατάκια." 

Την άλλη μέρα ξανάρθε με ένα κουτί πούρα. Καλής ποιότητας, για τους καλούς του φίλους είπε. Έφαγε την πατατοσαλάτα, έβγαλε φωτογραφίες τον σκύλο της γειτόνισσας, αυτός κουνούσε την ουρά του. Μου έφτιαξε το χαλασμένο κάλυμμα του θερμοστάτη, γιατί "τόσοι άντρες μπαινοβγαίνουν εδώ μέσα και ένας δεν βρέθηκε να το επισκευάσει". 

Έφυγε νωρίς, του έδωσα κουραμπιέδες και σοκολατάκια, μ' αγκάλιασε. Είδα το γκρι παλτό του να κατεβαίνει τις σκάλες. Μου ήρθαν πάλι στο νου τα ξανθά μαλλιά της και οι ξεφλουδισμένες πατάτες. 



ΤΟ ΠΛΥΝΤΗΡΙΟ

Μου έφερες τα ρούχα σου να τα πλύνω, εκτάκτως, χάλασε το πλυντήριο. Κατεβήκαμε μαζί στην αποθήκη. Έβγαζα τις λευκές ποδιές και τα παντελόνια σου από το στεγνωτήριο, εσύ κρατούσες το καλάθι. Ήταν σα να το κάναμε αυτό μαζί τα τελευταία εκατό χρόνια. Σα να γεράσαμε παρέα, μόνο που ήμαστε ακόμα πολύ νέοι. Δίπλωνα τα παντελόνια της δουλειάς σου, χωρίς να σε κοιτάω, χάιδευα το ύφασμα, ό,τι πιο κοντινό στο δέρμα σου, αφού εσένα πια δεν μπορούσα να σε αγγίξω. Κι ας στεκόσουνα δίπλα μου με σάρκα και οστά. Έκανα ένα αστείο με την ποδιά σου, τεράστια σαν του Τέρκ και του Τζέι Ντι. Κάποτε βλέπαμε Scrubs μαζί, θυμάσαι; Γέλασες. Όχι όπως παλιά. Κάπως πιο θλιμμένα. Κάπως λιγότερο, κάπως αμήχανα. Όπως γελάει κανείς στο τέλος. Όχι καλύτερα, αλλά σα να κλαίει. 

Μόνο που δεν έκλαψες.



ΤΟ ΚΟΥΤΙ ΜΕ ΤΑ ΧΑΛΚΙΝΑ ΝΟΜΙΣΜΑΤΑ

Σ' αυτό το σπίτι έχω δυο ρολόγια. Το ένα δείχνει ώρα Ελλάδας, το άλλο Γερμανίας. Ακροβατώ ανάμεσα στους δυο αυτούς χρόνους. Είμαι πολύ μικρή, χωράω στο μονό κρεβάτι, στο μικρότερο κουτάκι του μυαλού σου, χωράω στη σχισμή ανάμεσα στα δύο ημισφαίρια, εκεί που ρίχνεις τις σκέψεις σου τις φιλάνθρωπες, τα χάλκινα νομίσματα της προδοσίας, για αργυρά ούτε λόγος. Να μη βαραίνουν τις τσέπες σου, να μη βαραίνω το μυαλό σου.


Δευτέρα 3 Σεπτεμβρίου 2012

Ασφαλιστικό αντίο

Φιλάς ένα κορίτσι κι αυτό αρρωσταίνει
Κάβουρας
Δεν μπορείς να προσέχεις
όταν είσαι μπαλάκι σε τραπέζι μπιλιάρδου
Ό,τι κι αν θες,
κάποια ξώφαλτση θα σε στείλει
στη μαύρη τρύπα.
Δεν κρατάς τη στέκα
ούτε το χέρι.

Με ursus σφηνάκια το ξεχνάς
Είσαι πολύ μικρή αλλά μυρίζεις θάνατο
Κόκκινα χείλια
βαμμένα όχι με κραγιόν - με αίμα.
Νεκρά κύτταρα και μολυσμένο σάλιο.

Η ενηλικίωση θα γίνει χωρίς αναισθητικό.
Ο έρωτας δε δικαιολογείται από το ασφαλιστικό αντίο.


Πέμπτη 3 Φεβρουαρίου 2011

Σουλιώτισσα


Πώς νιώθεις; Ωραία ερώτηση. Θες να στην κάνουν πιο συχνά, γιατί σε βάζει να σκέφτεσαι. Πληρώνεις πενήντα ευρώ στον ψυχίατρο το μήνα για να σε ρωτάει πως νιώθεις. Φυσικά, έχεις φίλους ! (Ποιος είπε πως είσαι απ' αυτά τ' αμερικανάκια που βλέπουνε διάσημους στις ειδήσεις και ξερνάνε το φαγητό τους;) Αλλά οι φίλοι σου δε σε ρωτάνε πως νιώθεις. Σου λένε πως πρέπει να νιώθεις. Θέλουν να σε βάλουνε σε σειρά, γιατί τους τρομάζει όταν δεν ξέρεις να απαντήσεις.

Είσαι ευτυχισμένη; Δεν ξέρεις. Πρέπει να βρεις πρώτα τον ορισμό της ευτυχίας για να απαντήσεις στην ερώτηση. Να γνωρίζεις τα κριτήρια και ύστερα να σκεφτείς αν τα πληροίς. Όχι δεν είναι απλή ερώτηση. Δεν είναι αυθόρμητη ερώτηση. Είναι μια στοχευμένη ερώτηση, γιατί υπονοεί την άρνηση. Υπονοεί πως δεν είσαι ευτυχισμένη. Η ευτυχία δεν κρύβεται. Περίεργο ... Όλο και πιο συχνά οι άνθρωποι σε ρωτάνε αν είσαι ευτυχισμένη.

Υποψιάζεσαι πως δεν είσαι. Και σου τι δίνει αυτό, γιατί κάνεις ΤΑ ΠΑΝΤΑ για να είσαι. Προσπαθείς κάθε μέρα τόσο σκληρά να φτάσεις σ' αυτό που σου είπαν πως είναι ευτυχία. Και άκου να δεις ! Το πιο αστείο είναι πως όσο πιο κοντά φτάνεις (επιτυχίες στα μαθήματα, ωραία ρούχα, χρήματα), τόσο πιο δυστυχισμένη γίνεσαι ! Αλήθεια !

Καταλαβαίνεις κάποια στιγμή πως φταίει που δεν όρισες εσύ την ευτυχία σου. Φταίει που δεν έβαλες εσύ τους κανόνες στο παιχνίδι σου. Και αποφασίζεις πως θες να το αλλάξεις αυτό. Και κοίτα να δεις, τώρα γίνεται ακόμα πιο αστείο ! Δεν μπορείς να βρεις τα δικά σου κριτήρια, γιατί δεν ξέρεις τι θέλεις !!!

-Σου αρέσει η σχολή σου;
-Δεν ξέρω. Ήθελα κάποτε πολύ να τα μάθω όλα αυτά. Τώρα απλώς θέλω να πάρω ένα πτυχίο. Τι το θέλω το πτυχίο; Να φύγω στο εξωτερικό να ξεκινήσω ειδικότητα. Όχι, δεν θέλω να πάω έξω. Λέω πως θέλω, για να μη νομίζουν οι άλλοι πως δεν έχω σχέδια για το μέλλον. Για να μη με περάσουν για αδιάφορη. Αν είσαι αδιάφορη, δε θα γίνεις ποτέ καλή. Λίγα χρόνια είναι θα περάσουν Αν θα γυρίσω μετά; Μάλλον όχι. Θα συνηθίσω εκεί και θα μείνω. Ελπίζω.

-Σου αρέσει η θάλασσα;
-Παλιά μου άρεσε πολύ. Πραγματικά όταν έβλεπα τη θάλασσα έτρεχα προς το μέρος της και από την ανυπομονησία μου βουτούσα χωρίς αντηλιακό και η μάνα μου φώναζε ! Τώρα μάλλον μ' αφήνει αδιάφορη. Πιο πολύ θέλω να μαυρίσω, για να φαίνομαι όμορφη.

-Σου αρέσει η μουσική;
-Καλή είναι. Ακούω στον υπολογιστή. Στο youtube βρίσκω όποιο τραγούδι θέλω και το ακούω πολλές φορές μέχρι να το βαρεθώ. Παλιά άκουγα τυχαία κάτι στο ραδιόφωνο που με συγκλόνιζε και έψαχνα μήνες να μάθω ποιος είναι ο τίτλος και ο ερμηνευτής. Και μάθαινα και τους στίχους. Τώρα δεν ξέρω στίχους, μόνο τα ρεφρέν.

-Σου αρέσει που μεγαλώνεις ;
-Όχι, φοβάμαι. Όλοι περιμένουν από μένα να είμαι ώριμη και να παίρνω σωστές αποφάσεις. Δεν μπορώ να πάρω ούτε μια σωστή απόφαση. Γιατί υπάρχει η λογική και υπάρχει και το συναίσθημα και οι άνθρωποι που δεν πρέπει να πληγώσεις και τόσα άλλα. Και όχι, δε νιώθω ελεύθερη. Τα πιο βαριά κάγκελα είναι αυτά που χτίζει η ψυχή σου. Κι εμένα οι αλυσίδες μου, οι αλυσίδες που έφτιαξα για τον εαυτό μου είναι ασήκωτες.

-Τελικά;
-Τελικά η ελευθερία μου φέρνει πανικό. Προτιμώ αυτές τις αλυσίδες. Τις προτιμώ γιατί μπορώ να κοροϊδεύω τον εαυτό μου πως δεν έχω την ευθύνη τους. Μπορώ να κοροϊδεύω τον εαυτό μου πως οι άλλοι φταίνε.

Κι όπως λέει μια φίλη μου, ΌΠΩΣ ΌΛΟΙ ΈΤΣΙ ΚΙ ΕΜΕΊΣ.

"Αυτό θα είπανε και οι Σουλιώτισσες πέφτοντας στο κενό", σκέφτομαι ...

...και πέφτω.

Πέμπτη 2 Δεκεμβρίου 2010

Που είμαι αλήθεια ...

Φιλοξενώ εδώ το κείμενο μιας αγαπημένης και ανήσυχης φίλης ...

"Πού είμαι αλήθεια; Νομίζω έχω χαθεί στα ακριβά ρούχα και αρώματα, στον κόσμο που τρέχει να
προλάβει - δεν ξέρω τι και ούτε κατάλαβα πότε-, στους καινούργιους μου φίλους. Νομίζω έχω χαθεί μέσα στην υποκρισία και το φαίνεσθαι...

Nα σας πω μια αλήθεια;
Χαίρομαι για την κρίση... Kάπου εκεί θα με βρω και θα βρω και άλλους σαν και μένα γιατί τώρα όλοι εμείς κρυβόμαστε, κλεινόμαστε στο καβούκι μας γιατί μας τρομάζει το πολύ! Η πολυκοσμία, η υπερκατανάλωση, η φλυαρία, οι ειδικοί που έχουν άποψη για όλα...

Τελικά θέλουμε απλά
πράγματα. Υγεία σωματική και ψυχική και μια αγκαλιά όχι, πολλές. Μια αγκαλιά γιατί αυτοί που αγαπώ είναι απασχολημένοι με δουλειές και με έχουν ξεχάσει ... Ίσως για αυτό να χάθηκα: δεν υπήρχε ένα χέρι να μου πει που να πάω. Όλοι με έβλεπαν ότι ψαχνόμουν, αλλά ήταν απασχολημένοι για να μουν πουν την έξοδο.

Δεν
πειράζει, θα την βρω την άκρη μόνη μου. Το ταξίδι είναι ωραίο λένε οι περιπετειώδεις. Συγνώμη, αλλά για μένα κανένα ταξίδι δεν έχει νόημα αν δεν έχω δίπλα μου έναν φίλο. Ωραία και η ανεξαρτησία αλλά, είναι παρηγοριά για τη μοναξιά μας.

Όχι δεν είμαι τελείως μόνη.. Περιτριγυρίζομαι από ανθρώπους,είμαι συνεχώς έξω και μιλάω... Όχι για αυτά που θέλω, όχι σε αυτούς που θέλω... Τους ευχαριστώ που υπάρχουν αλλά πως να το πω...είμαι μόνη μου...!Είμαι μόνη μου σε ένα κόσμο σκληρό που για να επιβιώσεις πρέπει να μάθεις
να' σαι ψεύτης, συμφεροντολόγος και υποκριτής. Αυτή είναι η αλήθεια.

Τώρα
που πιάσαμε πάτο οικονομικά, πολιτικά, κοινωνικά, ηθικά θα ανταμώσουμε πάλι! Πάλι θα βρούμε την ανθρωπιά μας, που είχε χαθεί και αυτή, θα κοιτάξουμε τον διπλανό μας και ίσως βρεθώ και εγώ. Θα το καταλάβω όταν γυρίσω και δω δίπλα μου πρόσωπα οικεία και αθώα, χαμογελαστά! Για να επιβιώσουμε θα έχουμε ανάγκη ο ένας τον άλλον. Θα έχουμε τη φαντασία μας για τα μεγαλύτερα και καλύτερα ταξίδια και όχι, το ακριβό αυτοκίνητο - ξεχνούσες όμως να έρθεις να με πάρεις πάνω στο άγχος σου να το ξεχρεώσεις... Δεν ονειρεύτηκα ποτέ μου μεγάλα ταξίδια - άλλωστε όπως προείπα δεν μου αρέσουν τα πολλά - πολλά.Μόνο εσένα ονειρεύτηκα και λιγάκι από το χρόνο σου...εσένα φίλε μου! Είμαι εδώ και ψάχνω εμένα...;εσένα...;...την αλήθεια... ;"

Τετάρτη 1 Δεκεμβρίου 2010

Χωρίς χαρτιά

Είδα στον ύπνο μου πως πήγα στο σπίτι σου να σε ψάξω. Δεν ήσουν. Ούτε στ' όνειρο, ούτε στ' αλήθεια. Αυτό είναι το θέμα. Απ' τη ζωή σου λείπει η διεύθυνση και ο αριθμός τηλεφώνου. Άδικα ψάχνω στον κατάλογο. Δεν είσαι δηλωμένος. Δεν έχεις διεύθυνση λοιπόν, ούτε ταυτότητα. Για φορολογική δήλωση πολύ αμφιβάλλω, απολυτήριο μπορεί, δίπλωμα σίγουρα όχι. Κι έτσι όμως σ' αγάπησα. Χωρίς χαρτιά, σε πήρα όπως ήσουν.

Κάτι μου έμαθες: Η ευτυχία
ανακυκλώνεται. Σε πήρα χωρίς χαρτιά κι έγραψα πάνω σου ολόκληρη ιστορία. Και φόβους κι ελπίδες και όνειρα και άλλα τέτοια πολυσήμαντα. Όταν πια δε χωρούσες άλλα σε έβαλα στο κουτί του χρόνου για ανακύκλωση. Πάει αυτός, είπα. Δεν έχει πια να μου δώσει.

Ξαφνιάστηκα που γύρισες πίσω ! Ολοκαίνουριος, με λευκές σελίδες, να ζωγραφίσω πάνω τους ξανά ! Σίγουρα ούτε εσύ το περίμενες. Εσύ που πας όπου σε πάνε και χωράς όπου σε βάζουν, να αλλάξεις τη ροή του κόσμου !

Παρά τη χαρά μου, η δεύτερη φορά κράτησε λιγότερο. Ενθουσιασμένη από την επιστροφή σου ξόδεψα όλες σου τις σελίδες. Ζωγράφιζα με τρόπο υπερβολικό κάθε μικρό σου περιθώριο. Είπαμε, δεν μπορείς εσύ την πίεση. Αλλά όχι, και να πληγώνεις τις ζωγραφιές μου !

Κι όμως δε φταις εσύ. Τα σώματα φταίνε, που μίλησαν χωρίς εμείς να πούμε λέξη. Που μ'
έσφιγγες φταίει. Ηλεκτροσόκ σε κάθε τίναγμα. Νεκρό σώμα εγώ είχα αφεθεί, κι εσύ απινιδωτής με επανέφερες.

Παρεξήγηση. Εγώ μιλούσα τη γλώσσα της ένωσης. Εσύ της φυγής. Και παρόλο που πια δεν είσαι εδώ, απέκτησες την πρώτη σου διεύθυνση. Έστω στοιχειωμένη, αφού κι εσύ σαν φάντασμα ζεις.

Σάββατο 11 Σεπτεμβρίου 2010

Αλλαγή φύλου

Η εγχείριση «αλλαγής φύλου» έγινε στη Χαιδελβέργη.

Με άρπαξαν βίαια. Από μια ζωή, ζεστή μάνα, που με κρατούσε στην αγκαλιά της και με νανούριζε με όνειρα. Ήμουνα δεκαέξι χρονών, είχα δυο φυσιολογικά πόδια και μ’ αυτά έτρεχα προς το μοναδικό στόχο μου: να γίνω κάτι διαφορετικό.

Αρχικά με εκτόξευσαν στον ουρανό, με ένα σιδερένιο κλουβί που το λένε αεροπλάνο και βρέθηκα πάνω από τα σύννεφα, κοντά στο Θεό. Εκεί προσευχήθηκα να γυρίσω γρήγορα στο σπίτι μου, γιατί είχα χίλια δυο πράγματα να κάνω και βιαζόμουν. Προσγειώθηκα με σιγουριά, αλλά το λαιμό μου τον τρυπούσαν σκληρά δάκρυα ενώ δε θυμάμαι ούτε στιγμή να πάτησα με τα πόδια μου το έδαφος.

Το πρώτο που μου έκαναν εκεί ήταν να με αγγίζουν. Δεκάδες άγνωστα χέρια κάθε μέρα με έγδυναν και μ’ έντυναν, έπιαναν τα μπούτια μου, με πίεζαν, άκουγαν την καρδιά μου, με ρωτούσαν αν πονάω, τράβαγαν έξω το αίμα μου και το τοποθετούσαν σε ένα σωρό μπουκαλάκια με πολύχρωμες ετικέτες. Χέρια στο λαιμό μου, στην πλάτη, στο στήθος, ακόμα και στις πατούσες μου. Και μετά άπειρα ζευγάρια μάτια. Μάτια τόσο αδιάκριτα που δεν περιορίζονταν στο γυμνό μου, από ρούχα και αλυσίδες, στήθος, αλλά κοίταζαν και μέσα από αυτό, τα κόκαλα, το κρέας, τα όργανα.

Πέρασα με επιτυχία το πρώτο μέρος της μεταλλαγής μου. Απέκτησα ανοσία σ’ ότι ιδιαίτερο μπορούσε να μου προκαλέσει ένα άγγιγμα. Ήμουνα γενναία. Δεν γκρίνιαξα πάρα πολύ, σχεδόν ούτε καν έκλαψα. Έτσι, προχωρήσαμε στην επόμενη φάση.

Ήρθα αντιμέτωπη με τη γυναικεία μου εικόνα. Μπροστά στον καθρέφτη, που κάθεται αιώνια εκείνη, η εύθραυστη, η ανέγγιχτη, που σπάει μόλις την αγγίξει κανείς, γυναίκα. Είδα να πέφτουν μέσα σε μερικά λεπτά όλα τα χάδια των μαλλιών μου, όλα τα δάχτυλα που πέρασαν ανάμεσα τους δήθεν τυχαία, τα ερωτικά βράδια της τόσο σύντομης ζωής μου. Σε κάτι χυδαία πλακάκια, πρόστυχο να τα βλέπει κανείς εκεί, πεσμένα τα μαλλιά μου. Σκυμμένη εγώ, σωριασμένη σε μια καρέκλα, το ‘ξερα πως έτσι θα γινότανε, αλλά η γυναίκα μέσα μου δεν ήξερε τίποτα. Ξεχύθηκε εκείνη τη στιγμή φρενιασμένη, να με ματώσει με τα νύχια, να με ξεσκίσει, που το άφησα να συμβεί. Και μπροστά στον πόνο της έκλαψα. Τα πήρε όλα η αποχέτευση: τρίχες, πλακάκια, χάδια, δάκρυα.

Δεν είχα μείνει τίποτα πια. Ήμουνα σχεδόν έτοιμη. Μου κρέμασαν κι ένα πλαστικό σωληνάκι στο στήθος, για τη θεραπεία είπαν. Επικοινωνούσε με το αίμα μου. Ένιωθα ερμαφρόδιτο με «πέος».

Ύστερα ήρθαν τα φάρμακα. Σακούλες ολόκληρες με χρωματιστά υγρά. Έβαζαν τον ορό να ρέει μέσω του ιδιότυπου «πέους» μου στο αίμα και μια συσκευή μάνιαζε και χτυπούσε κάθε φορά που η σακούλα άδειαζε. Τότε ερχότανε μια νοσοκόμα κι έφερνε άλλη. Μετά από μερικές ώρες ένα τεράστιο δηλητηριώδες μανιτάρι φύτρωνε μέσα στην κοιλιά μου και ξερνούσα σε πλαστικές λεκάνες. Χέρια, πάλι. Στην πλάτη και στο μέτωπο. Κι εγώ ίδρωνα, φώναζα κι έκλαιγα, πως δεν άντεχα. Αλλά άντεχα κάθε φορά. Στο τέλος με ξάπλωναν και στο άδειο μου στομάχι φύτρωνε ένα καινούριο μανιτάρι.

Ένα βράδυ ήρθε και με βρήκε στον ύπνο μου ο θάνατος και ξύπνησα με έναν πόνο στο πόδι. Από τότε οι εφιάλτες έγιναν αλήθεια και συναντάω την αληθινή ζωή μόνο στα όνειρα. Μέσα από το όνειρο σας γράφω τώρα τι συμβαίνει στη ζωή μου.

Όλοι οι φίλοι έκλαιγαν αλλά εγώ μέσα μου γελούσα, γιατί είχα παρακαλέσει άπειρες φορές να έρθει. Η αδρεναλίνη μου είχε ανέβει στα ύψη. Ήταν ό,τι πιο τρομαχτικό είχε συμβεί στη ζωή μου. Όταν θρηνούσα κι έλεγα «Γιατί σε μένα» ήταν όλα ψέματα. Έναν ρόλο έπαιζα, λίγο πιο δραματικό από τους άλλους, γιατί μέσα μου, το ήξερα ότι θα ερχόταν το περίμενα, το ήθελα. Μοίρασα σε όλους μάσκες και η παράσταση άρχισε. Μόνο η αγάπη ήταν αληθινή.

Δε θα σας βοηθήσω καθόλου να καταλάβετε την ιστορία μου. Καμιά εξήγηση, ούτε μια κυριολεξία. Τίποτα δεν είναι προσωπικό. Όλοι κρύβετε μια τέτοια ιστορία μέσα σας, αλλά δεν φανερώνεται σε όλους. Είναι όπως ο καρκίνος, που όλοι έχουμε μέσα μας, αλλά μόνο κάποιοι αρρωσταίνουν.

Τα πόδια μας ορίζουν τα βήματα μας. Μας δίνουν ελευθερία και χαρά. Είναι κάποιες φορές τόσο εκφραστικά που μιλάνε και λένε «Σ’ αγαπώ», «Αντίο», «Σε μισώ», «Άντε γαμήσου», «Πετάω». Τα βήματα τα ακούς, τα βλέπεις. Νιώθεις τη διάθεση αυτού που περπατάει, το χρόνο που διαθέτει, πού θέλει να πάει και πού τελικά θα φτάσει.

Εγώ έκοψα τα πόδια μου κι έφτιαξα φτερά. Από τότε όλοι παρακολουθούν τη ζωή μου με περιέργεια και αγωνία, γιατί κανείς δεν μπορεί να προβλέψει πια πόσος και ποιος είναι ο δρόμος μου. Δεν είμαι περήφανη γι’ αυτό. Ξέρω, πως αν είχα την επιλογή, θα κράταγα τα πόδια μου. Αλλά γεννήθηκα και μου ‘τυχε αυτή η μοίρα κι εγώ τη δέχτηκα γιατί ήταν δικιά μου.

Τα μονοπάτια που περπατάω είναι μαγεμένα κι επικίνδυνα. Στις άκρες τους φυτρώνουν δηλητηριώδη άνθη και σοκολατένια σπίτια. Με συντροφεύουν μάγισσες και ιστορίες αλλόκοτων ανθρώπων. Έχει σκοτάδια, αγκάθια, δράκους και παράξενα ουρλιαχτά.

Αλλά τον κακό τον Φόβο τον έφαγε η Κοκκινοσκουφίτσα.


Δευτέρα 24 Μαΐου 2010

Το Τηλεφώνημα Της Ντροπής


Πόσο μισώ τη φωτογραφία σου ...
Πιστός παραστάτης στην απουσία σου ...
Να μου θυμίζει πάντα την προδοσία σου ...
Κι εκείνη τη θλιβερή, απαίσια ματαιοδοξία σου ...

Ούτε αυτά που γράφω δεν αξίζεις ...
Σου λέω "Σ' αγαπώ" κι εσύ συνεχίζεις ...
Να μη με θέλεις, να μ' απορρίπτεις ,
να με φοβάσαι και να με κρίνεις ...

Γιατί δε φεύγω, γιατί επιμένω
γιατί σε παίρνω και περιμένω
κάτι να ακούσω, κάτι από σένα
κάτι για μένα κι απελπισμένα
να σου ζητάω να μ' αγαπήσεις ...

"Σκάσε, βαρέθηκα ..." σου λέω πριν κλείσεις ...

Heidelberg, 23.5.2010

Πέμπτη 20 Μαΐου 2010

Είναι μόνο κορίτσι ...


Το σκληρό κορίτσι, με το μισό κεφάλι ξυρισμένο, το άλλο μισό βαμμένο στο χρώμα του αίματος. Με τα μαύρα ρούχα, το ξένο δέρμα πάνω στο δέρμα της και τα παπούτσια ψηλά σαν σκάλες που σ' ανεβάζουν στον ουρανό. Το σκληρό κορίτσι ... Που μέσα της κρύβει ένα τριαντάφυλλο. Που το ξεχνάς όταν βλέπεις πως τρύπησε τα όμορφα σημεία. Ασημένια αγκάθια σ' όλο το σώμα της. Στους άγριους καιρούς, δύσκολο να είσαι λουλούδι.

Αγαπήθηκε, άραγε ποτέ; Θα γίνει κάποτε μητέρα, μετά γιαγιά, μετά σκελετός που θα κρατάει κάποιος φοιτητής ιατρικής στο σπίτι του; Αγαπήθηκε ποτέ;


Κι εσύ που είσαι δίπλα της. Εσύ με τα ρούχα που μοιάζουν στα δικά της. Κομμάτι της, ταίρι της. Να θυμάσαι: είναι σκληρό κορίτσι, αλλά μην πλανηθείς. Να την προσέχεις. Είναι μόνο κορίτσι ...

Τετάρτη 19 Μαΐου 2010

Scripta manent , verba volant ...


Λένε πως τα λόγια πετάνε , ενώ τα γραπτά μένουν. Έτσι είναι στ' αλήθεια; Λόγια δεν είναι αυτά που χαράζουν σαν λίμες τα σίδερα του μέσα σου κόσμου; Από λόγια δεν είναι φτιαγμένες οι πληγές σου; Λόγια είναι αυτά που βγαίνουν κατευθείαν απ΄την πιο απαίσια αλήθεια σου χωρίς κατεργασία, ωμή κακία ... Κι είναι και τα βλέμματα μαζί με τα λόγια ... Τι είναι τα γραπτά, λοιπόν; Ορθή σύνταξη και γραμματική ... Χωρίς φωνή και χωρίς μάτια... Πόσο να σε πονέσουν;

Δευτέρα 17 Μαΐου 2010

Γράμμα σε έναν οπορτουνιστή

Στο πρώτο αμφιθέατρο που έμοιαζαν όλα ξένα
ήσουν ο μόνος άνθρωπος που ήταν εκεί για μένα.
Αμέσως σ' ακολούθησα σα να 'μουνα σκιά σου
μέχρι που τα κατάφερα και έγινα δικιά σου.

Μόνο εσύ ερχόσουνα να ακούσεις το Σταμάτη
και μπαίναμε στα σινεμά μεσάνυχτα και κάτι.
Με μάλωνες που έλεγα τον ΣΥΡΙΖΑ βλακεία,
σε φίλαγα και ο καυγάς γινόταν κωμωδία.

Έλεγες θα ανέβουμε μαζί σ' ένα σμαρτάκι
και όλα τα προβλήματα θα 'μοιάζαν παιχνιδάκι.
Έλεγες θα γεμίζαμε την κάμερα με εικόνες
για να γερνάμε βλέποντας στιγμές ονειροπόλες.

Γελούσα και σου έλεγα ποτέ να μη μ' αφήσεις
γιατί δε θα μου έφτανε να ζω με αναμνήσεις.
Ήσουνα αδερφάκι μου και όνειρο τρελό μου,
ο φίλος μου που έδινα το καθετί δικό μου.

Κι ύστερα ερωτεύτηκες μία μικρή κυρία
σε ζόριζε, σε παίδευε, τη λέγανε Λυδία
Μηνύματα στο κινητό και οι πικροί καφέδες
στο Μπιτ Παζάρ τα πίναμε και τρώγαμε κεφτέδες.

Και τώρα που θυμήθηκα τότε στο Θεοδωράκη
της δεσποινίδος έγινες μικρέ το κοροιδάκι.
Τα νεύρα μου τεντώθηκαν και έγινα κατίνα,
μπορεί να με ακούσανε και μέχρι την Αθήνα.

Εγώ ερωτευόμουνα πέντε φορές το μήνα
τον κάθε κνίτη, αναρχικό με τα μαλλιά κοτσίδα.
Με φτύνανε και έλεγες στο "19" ανέβα
κι εκεί πάντα περίμενες μ' ένα πακέτο Zewa.

Δεν ξέρω αν σε γούσταρα ποτέ για γκόμενό μου,
σίγουρα θα σε φίλαγα χωρίς να το σκεφτόμουν.
Παρακαλάω το Θεό να σ' έκανε γυναίκα,
έτσι δε θα μας δούλευαν οι έντεκα στους δέκα.

Ποτέ μου δεν κατάλαβα γιατί να μη μιλάμε
και πάντα να πληγώνουμε αυτό που αγαπάμε.
Ίσως και η φιλία μας να ήταν ένα ψέμα
και χάθηκε ο άνθρωπος που ήταν εκεί για μένα.

Και μη μου λες πως τάχα μου είσαι απ' την Ποντοκώμη
εκεί μαύρο καπνίζουμε μα λέμε και συγγνώμη.
Κι αν κάτι που ίσως έκανα σε πείραξε λιγάκι
σκέψου πως είμαι ανόητο μ' αθώο κοριτσάκι...

Αν ήμουνα εγωίστρια δε θα ΄φτιαχνα στιχάκια
σαν τσούλα θα ντυνόμουνα και θα ΄βρισκα αγοράκια.
Μα έρχονται Χριστούγεννα και ζήτησα ένα δώρο,
"στο Μήτσο δως το γράμμα μου" είπα στον ταχυδρόμο.

Μπορεί το ποιηματάκι μου να φαίνεται γελοίο
μπορεί να σοκαρίστηκες ή να 'γινες θηρίο,
μα τίποτα χειρότερο πια δεν μπορεί να γίνει
κι αν πάθεις εγκεφαλικό δε θα 'χω την ευθύνη.

Και τώρα που δε γίνεται να είμαστε δυο φίλοι
και μες το σάκο ξέχασες να μπεις του Αη Βασίλη
θα μεγαλώσω κι εύχομαι ποτέ να μην ξεχάσεις
πως θα μου λείψεις κι όμορφα ελπίζω να γεράσεις.

Υ.Γ. : Κι αν πάλι για ειδικότητα φύγεις στη Γερμανία
και σε πετύχω κάποτε σε μία μπυραρία
θα σε ποτίσω Kaiser μήπως και σε μεθύσω
και τη μικρή ιστορία μας ίσως να ξαναρχίσω !


Στις πληγές μας !

ΘΕΛΩ ΝΑ ΄ΡΘΩ ...Να κάνω κάτι απρόσμενο,
να σε χαιδέψω στα μαλλιά κι ένα φιλί στο πρόσωπο
Και όχι πάλι να σου πω
να ΄σαι καλά ευχαριστώ, τόσο απρόσωπο !

ΘΕΛΩ ΝΑ 'ΡΘΩ ...Και να σε βρίσω δυνατά,
να μας ακούσει η γειτονιά, στο διάολο να πάω
και να στα πω ελεύθερα
όλα αυτά που υπέφερα, για να σε αγαπάω !

ΘΕΛΩ ΝΑ 'ΡΘΩ ...Να σου μιλήσω όπως παλιά,
και να θυμώσω που με άφησες απ' έξω
Να σου χαλάσω τη ζωή
κι ό,τι νομίζεις για πολύ, να σου το καταστρέψω !

ΘΕΛΩ ΝΑ 'ΡΘΩ ... Είμαι παιδί και σ'αγαπώ πάρα πολύ
για να τ' αντέξω ...
Να κρύβομαι στα σχήματα και πίσω απ' τα προσχήματα
και το παιχνίδι της σιωπής να παίξω ...

Τετάρτη 11 Ιουνίου 2008

Αντίδοτο

"Ακίνδυνη ιστορία" είπες ...Αυτές πονάνε πιο πολύ...


Γυρίζω πάλι εκεί που έχω μάθει
σπίτι, δουλειά κι ούτε πια λάθη.
Ύπνος νωρίς κι όχι ξενύχτια
να περιμένω να ρθεις στα δικά μου τα δίχτυα.
Βάζω και στόχους και σβήνω τους πόνους,
αντίδοτο θα φτιάξω με όλους τους τρόπους
μήπως μπορέσω να νικήσω την τρέλα
που δυνατά μου φωνάζει να τρέξω σε σένα...

"Τι είχαμε, τι χάσαμε" είπες...Κανείς δε σου έμαθε πως για να χάσεις, δεν είναι απαράιτητο να έχεις...Δεν έχει τέλος το τίποτα, χάνεις συνέχεια, αν κάποιος δεν σου δώσει κάτι, αν δεν δώσεις εσύ κάτι σε κάποιον...

Παρασκευή 2 Μαΐου 2008

Μεγάλη Πέμπτη

Για σένα, που δεν ζείς πουθενά...

Δεν θα μιλήσω, δεν θα πω πολλά. Η αβεβαιότητα δεν περιγράφεται με λέξεις. Σίγουρα η ζωή είναι περίεργη και τα φέρνει πολλές φορές έτσι που δεν τα περιμένεις, και ίσως κάποτε βρεθούμε ξανά, έτσι όπως βρεθήκαμε εκείνη τη Μεγάλη Πέμπτη, τυχαία, χωρίς να το έχω καν ζητήσει. Θα σε βρω, λοιπόν, ξανά ένα βράδυ, αν το φέρει έτσι η τύχη, γιατί σε μας τίποτε άλλο δεν λειτουργεί. Η απόσταση μεταξύ μας είναι κινητή και η κλήση μου προωθείται συχνά πυκνά όταν χάνεσαι μέσα στους δρόμους του μυαλού σου, κάτι νύχτες που γυρίζω νωρίς στο σπίτι. Σ’ αφήνω έτσι και πάλι με τον ίδιο τρόπο, στο ίδιο σημείο θα σε βρω, γιατί σταματημένος στο τίποτα ζεις χρόνια τώρα. Το ήξερα από την αρχή και δεν παραπονιέμαι, δεν λυπάμαι, δεν φωνάζω πως σ’ αγαπώ να με ακούσεις. Μπορεί να σ’ αγαπώ, μπορεί και όχι. Μπορεί να είπαμε κάτι, μπορεί και τίποτα. Θα είσαι πάντα, στη ζωή μου, μια Μεγάλη Πέμπτη, όλη τη νύχτα, να θρηνώ, που σε βρίσκω και που σε χάνω, τόσο γρήγορα, που δεν ζήτησα Ανάσταση, αλλά έμεινα εκεί στη σταύρωση αγκυλωμένη.

Τρίτη 4 Μαρτίου 2008

Μια μέρα που θα κάνει κρύο


'Ενα ποίημα της Αγγελικής Ελευθερίου, που δεν ξεκολλάει από το μυαλό μου...

"Μια μέρα που θα κάνει κρύο θα γυρίσειςκι όχι την πόρτα μα το τζάμι θα χτυπήσεις.Τα ίδια ρούχα όπως πάντα θα φοράς,θα ‘χεις τα χέρια σου στις τσέπες.Όπως πάντα θα γελάς, δεν θα μιλάς όπως πάντα.
Έφυγες με το κρύο και με την βροχή,πάλι με κρύο και μ’ αγιάζι θα γυρίσεις.Βγάλ’ το σακάκι σου θα πω, έχει βραχεί.Την ίδια μάρκα τα τσιγάρα σου θ’ ανοίξεις,σπίρτα έχει δίπλα σου θα πω και θα καπνίσεις."

Πέμπτη 7 Φεβρουαρίου 2008

Να ζεις...


Δεν ξέρεις πόσο πόνο μπορείς να αντέξεις.
Δεν έχεις ιδέα πόσο σε πονάει η μέρα που ξημερώνει. Δεν μπορείς να φας, δεν μπορείς να διαβάσεις ένα βιβλίο, να δεις μια ταινία, να βγεις μια βόλτα στα μαγαζιά, γιατί το μόνο που σκέφτεσαι είναι ο θάνατος. Θα πεθάνεις. Και θες να κάνεις κάτι με τον χρόνο που σου απομένει αλλά δεν ξέρεις τι. Μυρίζεις τα λουλούδια, κοιτάζεις ώρες έξω από το παράθυρο, αγγίζεις το σώμα σου και πάλι δεν ησυχάζεις.

Ούτε η μουσική σε ησυχάζει. Όλα τα τραγούδια, ακόμα και τα πιο θλιμμένα –ιδίως αυτά – είναι τόσο ζωντανά.

Κι ύστερα μισείς. Μισείς τα πάντα. Ακόμα και τους ανθρώπους που αγαπάς, γιατί δεν μπορούν να κάνουν τίποτα για σένα. Γιατί ακόμα κι αν πεθάνεις, αυτοί θα συνεχίσουν να ζουν. Μια βασανιστική ζωή, αλλά κι αυτήν την προτιμάς από το θάνατο. Μισείς, μισείς, μισείς. Τους ανθρώπους που ψωνίζουν, τα παιδιά που πηγαίνουν στο σχολείο, την ταμεία του σούπερ μάρκετ, τους αγχωμένους, τους ζητιάνους, τους μετανάστες. Όλους τους μισείς. Τους γιατρούς, τους νοσοκόμους. Όλους.















Κάποια στιγμή δεν αναγνωρίζεις τον εαυτό σου. Γιατί ζεις πλέον έξω απ’ αυτόν. Έτσι κι αλλιώς είσαι στη συντήρηση. Δεν βγαίνεις, δεν γνωρίζεις κόσμο, δεν περπατάς, δεν τρέχεις, δεν χορεύεις, δεν ερωτεύεσαι, δεν έχεις μαλλιά, δεν έχεις περίοδο. Παίρνεις τόσα μα τόσα πολλά φάρμακα, πολλές φορές την μέρα ή και όλη μέρα από τον ορό.
Φοράς περούκες κι αυτό σε κάνει να νιώθεις χειρότερα. Όταν δεν ζαλίζεσαι, τρως μέχρι σκασμού. Σιχαίνεσαι τους αισιόδοξους, αυτούς που σου λένε όλο μαλακίες, αυτούς που σου μιλάνε γενικώς. Τι ξέρουν όλοι αυτοί; Τι μπορεί να ξέρουν; Δεν πεθαίνουν αυτοί! Δεν πονάνε αυτοί, όχι όσο πονάς εσύ.

Δεν αντέχεις. Δεν ξέρεις τι να κάνεις. Αιωρείσαι μεταξύ ζωής και θανάτου. «Δεν έχει επιστροφή και τέλος». Δεν θα γυρίσεις ποτέ στην παλιά σου ζωή. Είδες το θάνατο και πάντα θα τριγυρνάει στο μυαλό σου. Και δεν τελειώνει… Δεν πεθαίνεις, δεν πεθαίνεις, δεν πεθαίνεις.

Κι εκεί κάπου συνειδητοποιείς ότι δεν πέθανες. Ακόμα τουλάχιστον. Δεν είναι στο χέρι σου να ζήσεις. Δεν είναι στο χέρι σου να πεθάνεις. Που και που το ξεχνάς. Για μερικές μέρες είσαι ήρεμη. Μετά σε πιάνει πάλι η κρίση. Φοβάσαι γαμώ το. Φοβάσαι! Και δεν μπορείς να το ελέγξεις. Νομίζει πως σε έχουν βάλει μέσα σε έναν ανεμοστρόβιλο και ψάχνεις να κρατηθείς από κάπου. Από οτιδήποτε. Θεός, ψώνια, φίλοι, φαγητό. Θες να τελειώσει. Να σταματήσει η μπαλαρίνα να γυρίζει. Να κατεβείς! Δε θες να πεθάνεις. Δεν πεθαίνεις, αλλά ούτε ζεις.

Θες να πας για έναν καφέ όπως έκανες παλιά. Θα σκότωνες γι’ αυτό. Όπως όταν ένιωθες να σε πνίγει το σπίτι, που απλά άνοιγες την πόρτα κι έβγαινες. Τώρα πώς να ξεριζώσεις τους ορούς και τα καλώδια, να πάρεις τις πατερίτσες σου, να ξεφύγεις από τις νοσοκόμες, να αποδράσεις από το νοσοκομείο, να μπεις σε μια καφετέρια και να κοροϊδέψεις τον κόσμο, να τον πείσεις ότι είσαι φυσιολογική. Είσαι παγιδευμένη. Κουβαλάς τον εαυτό σου, την αρρώστια σου, τον πόνο σου, τον θυμό σου, τον φόβο σου. Κουβαλάς και τον πόνο και τον φόβο των άλλων. Αλλά αυτό που σε βαραίνει περισσότερο είναι η αγάπη των άλλων. Απ’ αυτήν θες να δραπετεύσεις κυρίως.

Άλλοι πεθαίνουν κι άλλοι ζουν. Εσύ παραδόξως συνεχίζεις να ζεις. Κάποτε έρχεται ο καιρός να γυρίσεις σπίτι σου. Και χαίρεσαι. Όχι γιατί θα είναι πάλι όλα φυσιολογικά –αυτό δε θα συμβεί ποτέ. Γιατί θα δεις τους φίλους σου ξανά. Νομίζεις πως απλά θα τους αποχαιρετήσεις. Αλλά συνεχίζεις να ζεις. Συνεχίζεις… Δε σταματάς ποτέ. Να ζεις!

Κυριακή 3 Φεβρουαρίου 2008

Πως να καταστρέψεις ένα όνειρο μέσα σε ένα 24ωρο

Πριν ο αλέκτωρ λαλήσει…
Θα σε ξεχάσω! Που θα μου πας; Ένα όνειρο ήσουνα. Που το θυμόμουν το πρωί. Όχι. Ξημέρωσε.


…θα σ’ αρνηθώ 3 φορές!
Ξύπνημα στις 8 και μισή. Έτσι, θα βασανίσω τον εαυτό μου . Πονοκέφαλος όλη μέρα. Καλά να πάθω! Και τσιγάρα! Πολλά τσιγάρα, να αναστενάξω τη φωτιά, που δε σε έχω. Αλλιώς δε βγαίνουν οι αναστεναγμοί.

Δείξε μου ποιος μ’ αγαπά!
Πού είναι ο πούστης ο αναπτήρας; Ζητάω φωτιά από τον Γιάννη. «Άρχισες το κάπνισμα;» με μαλώνει. Θα μου κόψεις τα πόδια όπως έλεγες; Μακάρι, αλλά δε σε νοιάζει! Κανένα δε νοιάζει… Που να σου εξηγώ, πως αυτό δεν είναι τσιγάρο. Είναι η απουσία ενός χεριού να με κρατάει. Δώσε μου τον αναπτήρα, ηλίθιε! Ο καπνός μ’ αγαπάει!

Λαθρεπιβάτης
Τρομερός πονοκέφαλος. Στο λεωφορείο δύο τσιγγάνες φωνάζουνε. Μακάρι να ‘μουνα τσιγγάνα! Θα μιλούσα δυνατά, θα σου έκανα μάγια, θα ζητιάνευα: «Καλέ μου κύριε, λίγη αγάπη! Ο Θεός να σας έχει καλά!» Και δε θα ‘λεγες τίποτα! Κανείς δε θα έλεγε τίποτα, γιατί θα ήμουνα τσιγγάνα. Ελεύθερη! Όχι σκλάβα του εγωισμού!

Κάτι απογεύματα με καφέ και τσιγάρο
Φωνάζω το γείτονα για καφέ. Είναι γκόμενος με όλη την έννοια της λέξης. Καθόμαστε ένα δίωρο χαλαρά. Δεν μου την πέφτει. Φεύγει και αφήνει ένα χαμόγελο στα χείλια μου. Μόλις κλείνει την πόρτα, επιστρέφεις. Το κεφάλι μου πάει να σπάσει. Θα σε ξεχάσω, μαλάκα!

Οι νύχτες από δω και πέρα…
«Θα σε ξεχάσω όσο πιο γρήγορα μπορώ». Δεν κοιμάμαι. Να ουρλιάξω θέλω, να τσιρίξω θέλω! Δεν μπορώ σου λέω! Δεν μπορώ! Το κεφάλι μου! Από πάνω φωνές, βλέπουν μπάλα. Να ‘μουν άντρας να χαιρόμουνα με μπάλες και αηδίες! Κλαίω…ακόμα κι όταν δεν κλαίω. «Ζήσε τη ζωή σου, βγάλε το ψωμί σου και παράτα μας!»

ΓΙΑΤΙ ΚΙ ΕΣΥ; ΚΙ ΕΣΥ; Δεν το περίμενα από σένα … να μη με θες.

Λικέρ της γιαγιάς να γίνει καλά η κοιλίτσα.

«Αύριο όλα θα είναι καλύτερα»

Τρίτη 18 Δεκεμβρίου 2007

Η αβεβαιότητα του έρωτα

Ανώφελο να γράφεις για έρωτες.

Ό,τι κι αν γράψει κανείς δεν μπορεί παρά να είναι λίγο. Αβέβαιο συναίσθημα ωθεί σε αβέβαια συμπεράσματα. Η συνέχεια της αβεβαιότητας. Το μοναδικό που δεν αντέχω στον έρωτα. Ο ορισμός της έννοιας αόριστος. Δεν αποτελείται από λέξεις, ούτε από εικόνες. Μια μεθυστική σύγχυση αισθήσεων χωρίς αρχή και σειρά. Αισθήσεις…

Το κρεβάτι που ξαπλώνω το σώμα μου κάθε βράδυ φορτωμένο με το βάρος άλλης μιας άδειας μέρας. Οι κουβέρτες, το σκληρό μαξιλάρι που πιέζει την τελευταία της ημέρας σκέψη. Η υφή του σεντονιού. Σε κάθε εκατοστό του βρίσκω το εφηβικό μου όνειρο: ότι θα έρθεις δηλαδή και θα μου πάρεις το σώμα και την ψυχή σ’ αυτό ακριβώς το στρώμα. Η αίσθηση του ανύπαρκτου. Ύστερα τόσα άλλα πράγματα…

Το μπρελόκ απ’ τα κλειδιά μου συνεχώς μου θυμίζει την απουσία του προηγούμενου, του χαμένου. Κατάλαβες γιατί μιλώ. Για κείνο το μπρελόκ σε σχήμα οικείο που τόσον καιρό κρατούσα και πήρε τη μορφή της παλάμης μου, της βαθιάς εσωτερικής μελαγχολίας μου. Για κείνο το μπρελόκ που πριν φύγεις σου ‘δωσα εγγύηση πως δε θα με ξεχάσεις ποτέ πια. Βλέπεις δε μου ‘φτασαν οι λέξεις, ούτε εκείνα τα φιλιά. Χρειάστηκε να επιστρατεύσω και τα αντικείμενα, να βάλω υποθήκη το μοναδικό αιώνιο του κόσμου, την ύλη, για να μπορώ τα βράδια να κοιμάμαι ήσυχη, πως έπραξα ό,τι μπορούσα. Δεν είναι μόνο αυτά. Είναι κι άλλα…

Αλίμονο! Η λίστα του έρωτα δεν αρκείται σε δυο αισθήσεις προσιτές. Υπάρχουν συναισθήματα απρόσιτα στο χώρο της αντίληψής μου. Νιώθω την παρουσία αλλά ανέφικτη πεθαίνει η προσέγγιση.

Ο έρωτας… Συγκέρασμα αβέβαιων αισθήσεων. Κι εσύ το μόνο ερωτεύσιμο είδος της δημιουργίας. Η αβεβαιότητα προσωποποιημένη!

Αδιάφορα...

Θα μου είναι πάλι όλα αδιάφορα.

Σκυλάδικα και έντεχνα. Κλαμπ και μπουζούκια. Βροχή ή ήλιος εγώ θα κρατάω ομπρέλα, να μη μ’ αγγίξει στάλα βροχής.

Θα περνάω από παντού, θα χαιρετάω όλον τον κόσμο, δε θα φωνάζω δυνατά το «γεια» για να μ’ ακούσεις. Θα κοιμάμαι ήσυχα, χωρίς να ξυπνάω κάθε ώρα περιμένοντας να ξημερώσει για να σε δω. Θα βρίζω τον διπλανό, που κάνει πάρτι με φωνές και κόσμο.

Θα φεύγω και θα δραπετεύω απ’ τις παρέες. Κανείς δε θα με ψάχνει. Τα βιβλία θα μιλάνε και τα σινεμά θα μένουνε άδεια. Στις ταινίες θα πηγαίνω μόνη μου. Θα αλλάξω φίλους για αλλαγή και θα μαγειρεύω στο σπίτι για να μη σε σκέφτομαι. Θα κάνω χαλάουα, πίλινγκ και δίαιτα για να μ’ αγαπήσω, αφού δεν μ’ αγαπάς. Θα κοιμάμαι αγκαλιά με τον έρωτα που μου δάνεισες.

Δε θα υπάρχει λυπημένο Σάββατο και χαρούμενη Δευτέρα…
Εξαφανίσου…
Θα κλείσω τα μάτια και θα μετρήσω ως το δέκα.

Δευτέρα 17 Δεκεμβρίου 2007

Να παίξουμε...

Κάποτε ερχόσουνα και μ’ έπαιρνες από συλλογισμούς αιώνων στο εύθραυστο μαζί.

Από βεράντες και ήλιους μιας καλοκαιρινής ψευτο-ευτυχίας.

Στα πρώτα μου τζην να με πάρεις να παίξουμε.

Να κάνουμε το τίποτα μια μπάλα, να με αφήσεις να πιστέψω λίγο, ίσα που μια πεταλούδα πιάστηκε στη ζάχαρη πίσω από τα οικεία τούλια, πώς να το πω, μεγάλη λέξη, θα θυμάμαι κι ας είναι ψέμα, δεν ξέρω, θα πιστεύω, Μ’ ΑΓΑΠΑΣ.

Έλα να με πάρεις να παίξουμε, όπως κάναμε παλιά…

Κυριακή 16 Δεκεμβρίου 2007

Η νύχτα, η ζήλεια και η τσιγγάνα

Αυτήν την ώρα κοιμάσαι. Είναι μια εικασία, αλλά όλη η απουσία σου στηρίζεται σε εικασίες. Το μεγάλο ρολόι, που βρίσκεται κρεμασμένο στο σαλόνι δείχνει τρεις. Είμαι ανεβασμένη στον πάγκο της κουζίνας και κοιτάζω έξω από το παράθυρο. Η νύχτα είναι ήρεμη και γλυκιά. Τη φοβάμαι. Μου λέει ένα τραγούδι που με μαγεύει κι έτσι την ακολουθώ.

Η νύχτα με παγίδεψε. Ακούω το τραγούδι της κι όλο και πιο πολύ χάνομαι μέσα στα μονοπάτια που με οδηγά. Μου μιλάει για σένα. Σε είδε λέει. Ήσουνα σε μια μεγάλη και άγνωστη πόλη και ξάπλωνες αγκαλιά με μια άλλη γυναίκα. Σε είδε που τη φίλαγες με χείλια διψασμένα, που την άγγιζες σαν να ήταν το σώμα της η κατοικία σου. Σε άκουσε να της μιλάς για τα όνειρα σου, για τους φόβους σου.

Ανοίγω το παράθυρο και διώχνω τη νύχτα. Δεν μπορώ άλλο να την ακούω. Στέκομαι καθισμένη μπρος στο ανοιχτό παράθυρο παρέα με τη νύχτα που δε φεύγει αλλά επιμένει να με πληγώνει. Κρατάω στα χέρια ένα κόκκινο ρόδι. Επικίνδυνη νύχτα. Το τηλέφωνο ακουμπισμένο δίπλα μου με καλεί να σε καλέσω. Ζητάει τον αριθμό της ζωής σου. Μου φωνάζει, με απειλεί να σου τηλεφωνήσω γιατί δεν μπορεί άλλο να στέκεται άπραγο. Δεν ξέρει πως δεν έχω τον αριθμό. Δεν ξέρει πως δεν μου τον έδωσες.

Κοίτα τι δύσκολα είναι όλα χωρίς εσένα! Πρέπει να αντιμετωπίσω τη νύχτα, το τηλέφωνο, το κενό κάτω από το παράθυρο, το ρόδι ανάμεσα στα χέρια μου. Το ανοίγω και το δαγκώνω. Ένα κόκκινο ζουμί στάζει πάνω στα χέρια και στα ρούχα μου. Λεκέδες πάνω στο άσπρο της αθωότητάς μου. Η επιθυμία να ‘ρθουμε πιο κοντά, να με πάρεις μαζί σου σε ταξίδια που δεν έχω πάει.

Κοιμάσαι αγκαλιά με μια άλλη γυναίκα. Χαμογελάτε και οι δυο με το χαμόγελο που σας άφησε φεύγοντας από το κρεβάτι σας ο έρωτας. Το ίδιο σεντόνι σας σκεπάζει. Αναπνέετε από τον ίδιο αέρα.

Η νύχτα γελάει δυνατά χορεύοντας έναν παράξενο χορό γύρω από τη φωτιά. Η νύχτα είναι τσιγγάνα με ένα ντέφι στα χέρια και μια μακριά φούστα. Παίζει το ντέφι της και μου ψιθυρίζει ρυθμικά μια λέξη: ζηλεύεις, ζηλεύεις, ζηλεύεις. Ήτανε μια φωνή, που έγινε δύο και στη συνέχεια τρεις και όλο πληθαίνουν οι φωνές που μου το λένε.

Ναι, ζηλεύω και αφήνω το παράθυρο, το ρολόι του τοίχου και τις απραγματοποίητες κλήσεις. Παίρνω τη νύχτα και χορεύω μαζί της γύρω από τη φωτιά. Και όλο την πλησιάζω και όλο καίγομαι. Βλέπω μέσα στις φλόγες τα μάτια σου. Εσύ με καις τελικά. Κάψε με. Σ’ αφήνω.

Έρχομαι κρυφά το βράδυ στο δωμάτιο που κοιμάσαι και κλέβω την ψυχή σου. Αν είναι να καώ θα καώ μαζί σου. Ύστερα επιστρέφω στη διάσταση της λογικής. Στο παράθυρο της κουζίνας, στον ήχο του ρολογιού. Ξαπλώνω και κοιμάμαι. Άφησα πάνω σου όλο το κόκκινο της επιθυμίας μου. Να το θυμάσαι και να το αναζητάς.

Καληνύχτα.

Ο χοντρός κι η τοσοδούλα

Αυτό δεν είναι παραμύθι....

Τη μέρα που το μετεωρολογικό δελτίο προειδοποιούσε για τα πρώτα χιόνια εκείνου του χειμώνα, ο χοντρός εμφανίστηκε στη λέσχη για να φάει ό,τι μπορούσε να χωρέσει η τεράστια κοιλιά του. Τα βήματα του αντηχούσαν βαριά μπαφ μπουφ πάνω στο πάτωμα.

Όμως η Τοσοδούλα δεν μπορούσε να ακούσει τίποτε άλλο εκτός από την καρδιά της που χτυπούσε το ίδιο δυνατά. Οι μεταλλικές καρέκλες, τα ξύλινα χιλιοχτυπημένα τραπέζια, η ψιλή βροχή έξω από το τζάμι, οι θλιμμένοι φοιτητές... Όλα έμοιαζαν ξαφνικά αθόρυβα να πάλλονται μαζί με την καρδιά της και τα βήματα του, μέχρι που ο χοντρός πέταξε με βία το δίσκο πάνω στο τραπέζι και κάθισε να φάει. Τα φασόλια κυλούσαν μέσα στον οισοφάγο του σα να έκαναν τσουλήθρα και έφταναν στην ευρύχωρη παιδική χαρά της κοιλιάς του. Σλαρτς σλαρτς καταβρόχθιζε το πιάτο του και μόνο μια στιγμή σταμάτησε, σαν ένιωσε μια λεπτή ιδέα από τη μυρωδιά της ευτυχίας που ένιωσε κάποτε. Η Τοσοδούλα είχε περάσει από δίπλα του κι έφυγε. Μια μύγα μέσα από την εναπομένουσα φασολάδα του ψιθύριζε: "Βλάκα, που πλήγωσες την Τοσοδούλα, με το ψεύτικο, κουτσό πόδι. Κι αυτή τόσο σ' αγαπούσε. Σ' αγαπούσε βλάκα, βλάκα, βλάκα!".

Αν ήταν παραμύθι ο χοντρός θα δάκρυζε μέσα στο πιάτο, χιόνι θα άρχιζε να πέφτει από τον ουρανό, μια χριστουγεννιάτικη μουσική θα πλημμύριζε την ατμόσφαιρα.

Αλλά δεν είναι παραμύθι. Ο χοντρός ρεύτηκε δυνατά και πήρε να διαβάσει ένα φυλλάδιο για την αναθεώρηση του άρθρου 16.